τηλεόραση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τηλεόραση | οι | τηλεοράσεις |
γενική | της | τηλεόρασης | των | τηλεοράσεων |
αιτιατική | την | τηλεόραση | τις | τηλεοράσεις |
κλητική | τηλεόραση | τηλεοράσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τηλεόραση < τηλε- + όραση, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική < télé- (< αρχαία ελληνική τηλε-) + vision: θέαμα, όραση)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ti.leˈo.ɾa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τη‐λε‐ό‐ρα‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίατηλεόραση θηλυκό (τεχνολογία)
- η τεχνολογία και το σύνολο των υποδομών που επιτρέπουν την ασύρματη εκπομπή κινούμενων εικόνων και ήχου και την λήψη και αναπαραγωγή τους από κατάλληλους δέκτες
- ένας ή περισσότεροι τηλεοπτικοί σταθμοί
- η ηλεκτρονική συσκευή που περιλαμβάνει τον δέκτη του τηλεοπτικού σήματος και την οθόνη για την αναπαραγωγή των εικόνων
- ⮡ αγοράσαμε καινούρια τηλεόραση 42 ιντσών
- οι τηλεοπτικές εκπομπές
- ⮡ τα παιδιά καλό είναι να μην παρακολουθούν τηλεόραση πάνω από μία ώρα
Συνώνυμα
επεξεργασία- χαζοκούτι
- γυαλί, έκφραση: βγαίνω στο γυαλί
- τηλεοπτικός δέκτης
- μαύρη οθόνη
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις τηλε- και ορώ
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τηλεόραση