Δείτε επίσης: ὑποψήφιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποψήφιος η υποψήφια το υποψήφιο
      γενική του υποψήφιου της υποψήφιας του υποψήφιου
    αιτιατική τον υποψήφιο την υποψήφια το υποψήφιο
     κλητική υποψήφιε υποψήφια υποψήφιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποψήφιοι οι υποψήφιες τα υποψήφια
      γενική των υποψήφιων των υποψήφιων των υποψήφιων
    αιτιατική τους υποψήφιους τις υποψήφιες τα υποψήφια
     κλητική υποψήφιοι υποψήφιες υποψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποψήφιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὑποψήφιος → δείτε  τις αρχαίες λέξεις ὑπό , ψῆφος
Και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό υποψήφιος, θηλυκό υποψήφια.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.poˈpsi.fi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐ψή‐φι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

υποψήφιος, -α, -ο

  1. που επιδιώκει ένα αξίωμα ή τίτλο, κατόπιν ψηφοφορίας
    ⮡  υποψήφιος βουλευτής
  2. (κατ’ επέκταση) που βρίσκεται σε πρώιμο στάδιο για κάτι που φιλοδοξεί να γίνει, που αποσκοπεί ή πρόκειται να γίνει ή να κάνει κάτι
    ⮡  υποψήφιος ενοικιαστής
    ⮡  Τον θεωρώ σοβαρό υποψήφιο για σπουδαία εξέλιξη.
  3. (ειδικότερα) που συμμετέχει σε κάποιο διαγωνισμό αποσκοπώντας να καταλάβει κάποια θέση
    ⮡  οι υποψήφιοι φιλόλογοι

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  NODES