φωτιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτιά | οι | φωτιές |
γενική | της | φωτιάς | των | φωτιών |
αιτιατική | τη | φωτιά | τις | φωτιές |
κλητική | φωτιά | φωτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φωτιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φωτία (λάμψη) < φωτ- (< φῶς) + -ία (> -ιά)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /foˈtça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐τιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφωτιά θηλυκό
- η ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φωτός η οποία παρατηρείται κατά τη γρήγορη καύση εύφλεκτου υλικού που συνοδεύεται συνήθως από φλόγα
- η πυρκαγιά
- ⮡ ξέσπασε μεγάλη φωτιά στο δάσος
- (κατ’ επέκταση) η λάμψη
- ⮡ τα μάτια του πετούσαν φωτιές
- μέσο για το άναμμα φωτιάς
- (συνεκδοχικά) φλόγα
- (μεταφορικά) ένταση και ό,τι την προκαλεί
- (μεταφορικά) έντονος ερωτικός πόθος
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ανάβω φωτιά ή ανάβω φωτιές: προκαλώ ένταση, κρίση
- αρπάζω εύκολα φωτιά
- αρπάζω φωτιά
- βάζω το χέρι μου στη φωτιά: είμαι σίγουρος για κάτι
- ※ Εξάλλου το Σωτήρη τον ήξερε για τόσο φιλήσυχο, που γι' αυτόν θα 'βαζε και το χέρι του στη φωτιά. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- βάζω φωτιά στα τόπια
- βγάζω φωτιά ή βγάζω φωτιές
- βγάζω φωτιές απ' το στόμα
- βγάζω φωτιές απ' τον κώλο
- βγάζουν τα πόδια μου φωτιά
- βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά
- είμαι φωτιά
- έχω/ανάβω φωτιά στα στήθια
- έχω/ανάβω φωτιά στην καρδιά
- κόκκινο της φωτιάς
- κολλάω τις φωτιές
- να πέσει φωτιά να με κάψει: σε περιπτώσεις που κάποιος δίνει όρκο
- οι τιμές είναι φωτιά ή τιμές φωτιά
- όποιος παίζει με τη φωτιά καίγεται
- όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά
- παίζω με τη φωτιά
- παίρνει ο κώλος μου φωτιά
- παίρνουν τα μπατζάκια μου φωτιά
- παίρνουν φωτιά τα τηλέφωνα
- παίρνω φωτιά
- παρανάλωμα της φωτιάς , βλ. παρανάλωμα του πυρός
- πετάω φωτιά/φωτιές
- πέφτω και στη φωτιά για κάποιον/κάτι
- πιάνω φωτιά
- ρίχνω λάδι στη φωτιά: προκαλώ εκνευρισμό
- σβήνω τη φωτιά μου
- τα μάτια μου βγάζουν φωτιές
- φωτιά και λάβρα:
- ο καύσωνας
- κάποιος πολύ εκνευρισμένος
- άσ'τον ήσυχο σήμερα, είναι φωτιά και λάβρα
- κάτι πανάκριβο
- τα ρούχα σήμερα είναι φωτιά και λάβρα
Παροιμίες
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φωτιά
Πηγές
επεξεργασία- φωτιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φωτιά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Κάτος, Γιώργος Β. (2016) Λεξικό της λαϊκής και της περιθωριακής μας γλώσσας. Θεσσαλονίκη, 2016 στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας- Αναζήτηση:'φωτιά'.