ύο
Τσακωνικά (tsd)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ύο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕδωρ. Ο πληθυντικός ύβατα < αρχαία ελληνική ὕδατα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαύο ουδέτερο
- το νερό
- ※ Άμα είνι θέντε να μαγέψωι, είνε καρφούκ̌ουντε σε νια πάκα σαπούνι καρθία, μονέ αρθιμό, τσ̌ια, πέντε, εφτά, τσ̌αι ν̌' είνι ανεμούκ̌ουντε τασ' το ύο, σε κηγάδι, σε στέρνα, σε θάσσα.
- Όταν θέλουν να μαγέψουν, καρφώνουν σε μια πλάκα σαπούνι καρφιά, (σε) μονό αριθμό, τρία, πέντε, εφτά, και τα πετούν μέσα στο νερό, σε πηγάδι σε στέρνα, σε θάλασσα.
- Πραματευτή, αφήγηση: Ελένη Λυσικάτου, 1942 στο: Κωστάκης, Θ. 1987. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου, (Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών) σελ. 397-398, greek-language.gr
- Όταν θέλουν να μαγέψουν, καρφώνουν σε μια πλάκα σαπούνι καρφιά, (σε) μονό αριθμό, τρία, πέντε, εφτά, και τα πετούν μέσα στο νερό, σε πηγάδι σε στέρνα, σε θάλασσα.
- ※ Άμα είνι θέντε να μαγέψωι, είνε καρφούκ̌ουντε σε νια πάκα σαπούνι καρθία, μονέ αρθιμό, τσ̌ια, πέντε, εφτά, τσ̌αι ν̌' είνι ανεμούκ̌ουντε τασ' το ύο, σε κηγάδι, σε στέρνα, σε θάσσα.
- το ούρο, τα τσίσια (όπως στην κοινή νεοελληνική: το νερό, κάνε το νερό σου)
- (μετεωρολογία) βροχή
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλιτικοί τύποι
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 9.
- ύο - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens