ἀκίνητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀκίνητος | τὸ | ἀκίνητον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀκινήτου | τοῦ | ἀκινήτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀκινήτῳ | τῷ | ἀκινήτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀκίνητον | τὸ | ἀκίνητον | ||
κλητική ὦ! | ἀκίνητε | ἀκίνητον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀκίνητοι | τὰ | ἀκίνητᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀκινήτων | τῶν | ἀκινήτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀκινήτοις | τοῖς | ἀκινήτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀκινήτους | τὰ | ἀκίνητᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀκίνητοι | ἀκίνητᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀκινήτω | τὼ | ἀκινήτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀκινήτοιν | τοῖν | ἀκινήτοιν | ||
Δείτε και τις #Σημειώσεις για επιπλέον τύπους. | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀκίνητος, -ος, -ον (χωρίς παραθετικά)
- ακίνητος
- αργός, οκνηρός, νωθρός, τεμπέλης
- (για πρόσωπα) αμετακίνητος, σταθερός, ισχυρογνώμων
- (για νόμους, θεσμούς) αμετάβλητος
- δυσκίνητος
- (μεταφορικά), (στη θρησκεία) απαραβίαστος, ιερός
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 134.2 Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek-language.gr
- μετὰ δὲ τὴν μὲν ὑποθέσθαι, τὸν δὲ διερχόμενον ἐπὶ τὸν κολωνὸν τὸν πρὸ τῆς πόλιος ἐόντα ‹τὸ› ἕρκος θεσμοφόρου Δήμητρος ὑπερθορεῖν, οὐ δυνάμενον τὰς θύρας ἀνοῖξαι, ὑπερθορόντα δὲ ἰέναι ἐπὶ τὸ μέγαρον ὅ τι δὴ ποιήσοντα ἐντός, εἴτε κινήσοντά τι τῶν ἀκινήτων εἴτε ὅ τι δή κοτε πρήξοντα· πρὸς τῇσι θύρῃσί τε γενέσθαι καὶ πρόκατε φρίκης αὐτὸν ὑπελθούσης ὀπίσω τὴν αὐτὴν ὁδὸν ἵεσθαι, καταθρῴσκοντα δὲ τὴν αἱμασιὴν τὸν μηρὸν σπασθῆναι. οἱ δὲ αὐτὸν τὸ γόνυ προσπταῖσαι λέγουσι.
- Και πως ύστερ' απ' αυτά του έδωσε οδηγίες, κι αυτός ανηφόρισε στο ύψωμα που βρίσκεται μπροστά από την πόλη και, επειδή δεν μπορούσε ν'ανοίξει τις θύρες, πήδησε πάνω απ᾽ το φράχτη του τεμένους της Δήμητρας της Θεσμοφόρου· πήδησε λοιπόν το φράχτη και προχώρησε στο ναό για να κάνει εκεί μέσα κάτι, είτε να μετακινήσει κάποια απ' εκείνα που δεν πρέπει να μετακινηθούν είτε τέλος πάντων οτιδήποτε άλλο θα έκανε· και πως έφτανε μπροστά από τις πύλες, όταν ξαφνικά τον έπιασε σύγκρυο και πήρε να γυρίσει πίσω απ᾽ τον ίδιο δρόμο· την ώρα όμως που πηδούσε την ξερολιθιά, έσπασε το μερί του· άλλοι πάλι λένε πως χτύπησε στο γόνατο.
- ΣτΕ: Ο Μιλιτιάδης, στην αποτυχημένη του εκστρατεία εναντίον της Πάρου το 489 πκε. Ο τραυματισμός του, του έφερε και το θάνατο.
- Και πως ύστερ' απ' αυτά του έδωσε οδηγίες, κι αυτός ανηφόρισε στο ύψωμα που βρίσκεται μπροστά από την πόλη και, επειδή δεν μπορούσε ν'ανοίξει τις θύρες, πήδησε πάνω απ᾽ το φράχτη του τεμένους της Δήμητρας της Θεσμοφόρου· πήδησε λοιπόν το φράχτη και προχώρησε στο ναό για να κάνει εκεί μέσα κάτι, είτε να μετακινήσει κάποια απ' εκείνα που δεν πρέπει να μετακινηθούν είτε τέλος πάντων οτιδήποτε άλλο θα έκανε· και πως έφτανε μπροστά από τις πύλες, όταν ξαφνικά τον έπιασε σύγκρυο και πήρε να γυρίσει πίσω απ᾽ τον ίδιο δρόμο· την ώρα όμως που πηδούσε την ξερολιθιά, έσπασε το μερί του· άλλοι πάλι λένε πως χτύπησε στο γόνατο.
- ≈ συνώνυμα: ἀμετακίνητος (που δεν πρέπει να μετακινηθεί)
Σημειώσεις
επεξεργασίαΕπίσης, κλιτικοί τύποι:
- γενική ενικού, θηλυκό: 5ος αιώνας κε Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά
- δοτική πληθυντικού: ἀκινήτοισι 7ος αιώνας πκε Ησίοδος, Έργα και ημέραι, 737 @books.google)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις κινητός και κινέω
Πηγές
επεξεργασία- ἀκίνητος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀκίνητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκίνητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.