Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκτένιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀκτένιστος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀκτένιστος (σε χρήση και σήμερα)

  • αχτένιστος
    ※  13ος/14ος αιώνας Πουλολόγος, ανωνύμου, στίχ. 261, (258-261), στο Carmina graeca Medii Aevi, ed. Wilhelm Wagner, in aedibvs B.G. Tevbneri, 1874, σ. 179—198
    καὶ μέναν πάλιν, καρκατσᾶ, ἰδὲς τὸ τίς μὲ τρώγει,
    καὶ βασιλεῖς καὶ δέσποιναις καὶ πάντες τῆς συγκλήτου,
    καὶ ἡδονή μου ἐξαίρετος ἀπʼ ὅλων τῶν ὀρνέων.
    καὶ σὺ τολμᾷς, ἀκτένιστε, καὶ μέναν κατακρίνεις;“

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀκτένιστος τὸ ἀκτένιστον
      γενική τοῦ/τῆς ἀκτενίστου τοῦ ἀκτενίστου
      δοτική τῷ/τῇ ἀκτενίστ τῷ ἀκτενίστ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀκτένιστον τὸ ἀκτένιστον
     κλητική ! ἀκτένιστε ἀκτένιστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκτένιστοι τὰ ἀκτένιστ
      γενική τῶν ἀκτενίστων τῶν ἀκτενίστων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκτενίστοις τοῖς ἀκτενίστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκτενίστους τὰ ἀκτένιστ
     κλητική ! ἀκτένιστοι ἀκτένιστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκτενίστω τὼ ἀκτενίστω
      γεν-δοτ τοῖν ἀκτενίστοιν τοῖν ἀκτενίστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκτένιστος < ἀ- στερητικό + κτενίζω

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀκτένιστος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία
  NODES