ἦθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἠθεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | ἦθος | τὰ | ἤθη - ἤθεᾰ | |
γενική | τοῦ | ἤθους - ἤθεος | τῶν | ἠθῶν - ἠθέων | |
δοτική | τῷ | ἤθει - ἤθεῐ̈ | τοῖς | ἤθεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | ἦθος | τὰ | ἤθη - ἤθεα | |
κλητική ὦ! | ἦθος | ἤθη - ἤθεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἤθει - ἤθεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἠθοῖν - ἠθέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «σκεῦος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἦθος ουδέτερο
- το συνηθισμένο μέρος, το λημέρι
- το έθιμο, οι τρόποι
- ο χαρακτήρας, οι τρόποι, η διάθεση
- η εξωτερική μορφή
- ένα δραματικό πρόσωπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἦθος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἦθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἦθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.