Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Folge (de) θηλυκό

  1. σειρά
  2. συνέπεια, επακόλουθο
  3. μέλος μιας σειράς, πχ τηλεοπτικό επεισόδιο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη folgen
  NODES