act
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
act | acts |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαact (en)
- η ενέργεια, η πράξη
- η πράξη (το κείμενο μιας απόφασης)
- η πράξη (τμήμα θεατρικού έργου)
- η πράξη νομοθετικού περιεχομένου, το θέσπισμα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | act |
γ΄ ενικό ενεστώτα | acts |
αόριστος | acted |
παθητική μετοχή | acted |
ενεργητική μετοχή | acting |
act (en)
- (αμετάβατο) ενεργώ, δρω
- ⮡ If we don’t act soon…
- Αν δεν ενεργήσουμε συντόμα…
- ⮡ We must act immediately.
- Πρέπει να δράσουμε αμέσως.
- ≈ συνώνυμα: take action
- ⮡ If we don’t act soon…
- (αμετάβατο) συμπεριφέρομαι, φέρομαι
- ⮡ I don’t like the way he acts.
- Δεν μου αρέσει ο τρόπος που φέρεται.
- ⮡ I don’t like the way he acts.
- παίζω ένα ρόλο
- υποκρίνομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαact (ro)