advantage
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
advantage | advantages |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαadvantage (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- το πλεονέκτημα, το όφελος, το κέρδος, το ωφέλημα, κάτι που με βοηθά να είμαι καλύτερος ή πιο επιτυχημένος
- ⮡ He has the advantage of experience over you.
- Έχει το πλεονέκτημα της πείρας σε σχέση με σένα.
- ⮡ It is not to our advantage.
- Δεν είναι προς όφελός μας.
- ⮡ I expect we will gain some advantage from it.
- Ελπίζω να έχουμε κάποιο όφελος από αυτό.
- ⮡ I gained a minimal advantage from it.
- Ελάχιστο κέρδος μου απόφερε αυτό.
- ⮡ the advantages of a good education - τα ωφελήματα της μόρφωσης
- ⮡ He has the advantage of experience over you.
- το πλεονέκτημα, το προτέρημα, χαρακτηριστικό κάτι που το κάνει καλύτερο ή πιο χρήσιμο
- ⮡ It’s an advantage to buy in bulk.
- Είναι πλεονέκτημα να αγοράζεις χονδρικώς.
- ⮡ This solution has the added advantage of…
- Η λύση αυτή έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι…
- ⮡ The advantage of these tires is that…
- Το προτέρημα αυτών των ελαστικών είναι ότι…
- ⮡ The big advantage of his plan is its low cost.
- Το μεγάλο προτέρημα του σχεδίου του είναι το χαμηλό κόστος.
- ⮡ It’s an advantage to buy in bulk.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- advantage - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 444, 638, 711, 754, 994. ISBN 9780194325684., λήμμα: κέρδος, όφελος, πλεονέκτημα, προτέρημα, ωφέλημα