angle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό 1
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angle | angles |
angle (en)
- (γεωμετρία) η γωνία
- ⮡ The right-angled triangle has a ninety degree angle.
- Το ορθογώνιο τρίγωνο έχει μία γωνία ενενήντα μοιρών.
- ⮡ The right-angled triangle has a ninety degree angle.
- η γωνία στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό κάτι
- ⮡ It’s a modern building, all brick and glass and sharp angles.
- Είναι ένα μοντέρνο κτίριο, όλο από τούβλα και γυαλί, με έντονες γωνίες.
- συγκρίνετε με το corner
- ⮡ It’s a modern building, all brick and glass and sharp angles.
- η κατεύθυνση προς την οποία γέρνει ή δείχνει κάτι όταν δεν πηγαίνει κάθετα ή οριζόντια
- ⮡ She hung the picture at an angle.
- Κρέμασε τον πίνακα στραβά/υπό γωνία.
- ⮡ She hung the picture at an angle.
- η γωνία, θέση από την οποία κοιτάζω κάτι
- ⮡ The photo was taken from an unusual angle.
- Η φωτογραφία τραβήχτηκε από μια ασυνήθιστη γωνία.
- ⮡ The painting changes slightly when seen from different angles.
- Ο πίνακας αλλάζει ελαφρώς όταν τον βλέπει κανείς από διαφορετικές γωνίες.
- ⮡ The photo was taken from an unusual angle.
- η γωνία, η άποψη, η σκοπιά, συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζω ή σκέφτομαι μια κατάσταση, πρόβλημα κτλ.
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα 1
επεξεργασίαενεστώτας | angle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | angles |
αόριστος | angled |
παθητική μετοχή | angled |
ενεργητική μετοχή | angling |
angle (en)
- (μεταβατικό) στρέφω κάτι για να μην είναι ίσιο ή να μην βλέπει κατευθείαν κάποιον ή κάτι
- ⮡ He angled his chair so that he could sit and watch her.
- Έστρεψε την καρέκλα του έτσι ώστε να μπορεί να κάθεται και να την παρακολουθεί.
- ⮡ He angled his chair so that he could sit and watch her.
- (μεταβατικό) προσανατολίζω, παρουσιάζω πληροφορίες, μια αναφορά κτλ. με συγκεκριμένο τρόπο για ένα συγκεκριμένο κοινό
- ⮡ The program is angled towards younger viewers.
- Το πρόγραμμα είναι προσανατολισμένο προς τους νεότερους θεατές.
- ⮡ The program is angled towards younger viewers.
Ουσιαστικό 2
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
angle | angles |
angle (en)
- το αγκίστρι για ψάρεμα
- ⮡ I bait an angle.
- Δολώνω αγκίστρι.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fishing hook
- ⮡ I bait an angle.
Ρήμα 2
επεξεργασίαενεστώτας | angle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | angles |
αόριστος | angled |
παθητική μετοχή | angled |
ενεργητική μετοχή | angling |
angle (en)
- (συνήθως go angling) ψαρεύω με καλάμι
- ⮡ We are going angling tomorrow.
- Πάμε για ψάρεμα αύριο.
- ⮡ We are going angling tomorrow.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαangle (fr)
- η γωνία
- angle aigu, droit, obtus, plat - οξεία, ορθή, αμβλεία, ευθεία γωνία
- angle rentrant, saillant
Συγγενικά
επεξεργασία
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαangle (eo)