Ουσιαστικό 1

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
angle angles

angle (en)

  1. (γεωμετρία) η γωνία
    ⮡  The right-angled triangle has a ninety degree angle.
    Το ορθογώνιο τρίγωνο έχει μία γωνία ενενήντα μοιρών.
  2. η γωνία στο εξωτερικό ή στο εσωτερικό κάτι
    ⮡  It’s a modern building, all brick and glass and sharp angles.
    Είναι ένα μοντέρνο κτίριο, όλο από τούβλα και γυαλί, με έντονες γωνίες.
    συγκρίνετε με το corner
  3. η κατεύθυνση προς την οποία γέρνει ή δείχνει κάτι όταν δεν πηγαίνει κάθετα ή οριζόντια
    ⮡  She hung the picture at an angle.
    Κρέμασε τον πίνακα στραβά/υπό γωνία.
  4. η γωνία, θέση από την οποία κοιτάζω κάτι
    ⮡  The photo was taken from an unusual angle.
    Η φωτογραφία τραβήχτηκε από μια ασυνήθιστη γωνία.
    ⮡  The painting changes slightly when seen from different angles.
    Ο πίνακας αλλάζει ελαφρώς όταν τον βλέπει κανείς από διαφορετικές γωνίες.
  5. η γωνία, η άποψη, η σκοπιά, συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζω ή σκέφτομαι μια κατάσταση, πρόβλημα κτλ.
    ⮡  She’s seeing things from a new angle.
    Βλέπει τα πράγματα κάτω από νέα γωνία.
    ⮡  We looked into it from every angle.
    Το εξετάσαμε από κάθε άποψη.
    ⮡  I looked at it from a different angle.
    Το είδα από διαφορετική σκοπιά.
     συνώνυμα: side

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας angle
γ΄ ενικό ενεστώτα angles
αόριστος angled
παθητική μετοχή angled
ενεργητική μετοχή angling

angle (en)

  1. (μεταβατικό) στρέφω κάτι για να μην είναι ίσιο ή να μην βλέπει κατευθείαν κάποιον ή κάτι
    ⮡  He angled his chair so that he could sit and watch her.
    Έστρεψε την καρέκλα του έτσι ώστε να μπορεί να κάθεται και να την παρακολουθεί.
  2. (μεταβατικό) προσανατολίζω, παρουσιάζω πληροφορίες, μια αναφορά κτλ. με συγκεκριμένο τρόπο για ένα συγκεκριμένο κοινό
    ⮡  The program is angled towards younger viewers.
    Το πρόγραμμα είναι προσανατολισμένο προς τους νεότερους θεατές.

  Ουσιαστικό 2

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
angle angles

angle (en)

ενεστώτας angle
γ΄ ενικό ενεστώτα angles
αόριστος angled
παθητική μετοχή angled
ενεργητική μετοχή angling

angle (en)

  • (συνήθως go angling) ψαρεύω με καλάμι
    ⮡  We are going angling tomorrow.
    Πάμε για ψάρεμα αύριο.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

angle (fr)

  • η γωνία
    angle aigu, droit, obtus, plat - οξεία, ορθή, αμβλεία, ευθεία γωνία
    angle rentrant, saillant

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
angle < angl- + -e

  Επίρρημα

επεξεργασία

angle (eo)

  NODES