attache
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attache | attaches |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαattache (fr) θηλυκό
- η σύνδεση, η διασύνδεση
- o συνδετήρας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη attacher
Δείτε επίσης : attaché |
ενικός | πληθυντικός |
attache | attaches |
attache (fr) θηλυκό