attraction
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attraction | attractions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαattraction (en)
- η ατραξιόν, πχ ένα ελκυστικό μέρος
- ⮡ tourist attractions - τουριστικές ατραξιόν
- ⮡ Tightrope walkers are our circus’s main attraction.
- Οι σχοινοβάτες είναι η κεντρική ατραξιόν του τσίρκου μας.
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η έλξη, που νιώθει κάποιος, ειδικά σεξουαλικά
- ⮡ physical attraction - σωματική έλξη
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έλξη, χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή πρόσωπο που κάνει κάτι να φαίνεται ενδιαφέρον και διασκεδαστικό και αξίζει να το έχω ή να το κάνω
- (μη μετρήσιμο, φυσική) η έλξη, η δύναμη που έλκει
- ⮡ molecular/magnetic attraction - η μοριακή/μαγνητική έλξη
- (μη μετρήσιμο) η προσέλκυση, η ενέργεια του προσελκύω, το να φέρνει κανείς κάποιον ή κάτι κοντά του χρησιμοποιώντας διάφορα κίνητρα
- ⮡ After the country’s entrance to the Eurozone, one of the expected positive effects was the attraction of international capital.
- Μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη, μια από τις αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις ήταν και η προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων.
- ⮡ After the country’s entrance to the Eurozone, one of the expected positive effects was the attraction of international capital.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.tʁak.sjɔ̃/
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
attraction | attractions |
attraction (fr) θηλυκό
- η έλξη, η δύναμη που έλκει, η πράξη του να έλκω
- (φυσική) η δύναμη που ελκύει τα αντικείμενα μεταξύ τους
- → δείτε τη λέξη gravitation
- (γλωσσολογία) η μετατροπή ενός γράμματος, μιας μορφής, κ.λπ., χάρη στην επίδραση ενός γειτονικού γράμματος, μορφής, κ.λπ.
- (αγγλισμός) η ελκυστικότητα, που ελκύει
- η ατραξιόν
- η εταιρία που ασχολείται με την ψυχαγωγία