ενικός         πληθυντικός  
attraction attractions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

attraction (en)

  1. η ατραξιόν, πχ ένα ελκυστικό μέρος
    ⮡  tourist attractions - τουριστικές ατραξιόν
    ⮡  Tightrope walkers are our circus’s main attraction.
    Οι σχοινοβάτες είναι η κεντρική ατραξιόν του τσίρκου μας.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η έλξη, που νιώθει κάποιος, ειδικά σεξουαλικά
    ⮡  physical attraction - σωματική έλξη
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έλξη, χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή πρόσωπο που κάνει κάτι να φαίνεται ενδιαφέρον και διασκεδαστικό και αξίζει να το έχω ή να το κάνω
    ⮡  I can’t resist the attraction of the sea.
    Δεν μπορώ να αντισταθώ στην έλξη της θάλασσας.
     συνώνυμα: appeal
  4. (μη μετρήσιμο, φυσική) η έλξη, η δύναμη που έλκει
    ⮡  molecular/magnetic attraction - η μοριακή/μαγνητική έλξη
  5. (μη μετρήσιμο) η προσέλκυση, η ενέργεια του προσελκύω, το να φέρνει κανείς κάποιον ή κάτι κοντά του χρησιμοποιώντας διάφορα κίνητρα
    ⮡  After the country’s entrance to the Eurozone, one of the expected positive effects was the attraction of international capital.
    Μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη, μια από τις αναμενόμενες θετικές επιπτώσεις ήταν και η προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων.



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.tʁak.sjɔ̃/

  Ετυμολογία

επεξεργασία
attraction < atration < λατινική attractio < attrahere (τραβάω κάτι προς εμένα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
attraction attractions

attraction (fr) θηλυκό

  1. η έλξη, η δύναμη που έλκει, η πράξη του να έλκω
  2. (φυσική) η δύναμη που ελκύει τα αντικείμενα μεταξύ τους
    → δείτε τη λέξη  gravitation
  3. (γλωσσολογία) η μετατροπή ενός γράμματος, μιας μορφής, κ.λπ., χάρη στην επίδραση ενός γειτονικού γράμματος, μορφής, κ.λπ.
  4. (αγγλισμός) η ελκυστικότητα, που ελκύει
  5. η ατραξιόν
  6. η εταιρία που ασχολείται με την ψυχαγωγία

Συγγενικά

επεξεργασία
  NODES
INTERN 1