παραθετικά
θετικός badly
συγκριτικός worse
υπερθετικός worst

  Ετυμολογία

επεξεργασία
badly < bad + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

badly (en)

  1. άσχημα, κακά, χωρίς επιδεξιότητα ή φροντίδα
    ⮡  He dances very badly.
    Χορεύει πολύ άσχημα.
    ⮡  This book is badly written.
    Αυτό το βιβλίο είναι κακά γραμμένο.
  2. άσχημα, κακά, ανεπιτυχώς
    ⮡  His business is going badly.
    Οι δουλειές του πάνε άσχημα.
    ⮡  The economic situation is developing very badly.
    Η κατάσταση στην οικονομία εξελίσσεται πολύ άσχημα.
    ⮡  You did very badly and didn’t send in notice in time.
    Πολύ κακά έκανες και δεν ειδοποίησες έγκαιρα.
  3. άσχημα, φρικτά, άθλια, με τρόπο που δεν είναι σωστός
    ⮡  He treated him badly.
    Του φέρθηκε άσχημα./Του συμπεριφέρθηκε φρικτά.
    ⮡  My boss treats me badly.
    Το αφεντικό μου μου συμπεριφέρεται άθλια.
  4. άσχημα, χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο σοβαρή είναι μια κατάσταση ή ένα γεγονός
    ⮡  He was very badly injured.
    Τραυματίστηκε πολύ άσχημα.
    ⮡  The brakes jammed and the car skidded badly.
    Τα φρένα κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
  5. πάρα πολύ, χρησιμοποιείται για να τονίσει πόσο θέλω, χρειάζομαι κτλ. κάποιον ή κάτι
    ⮡  I want it badly.
    Το θέλω πάρα πολύ.
  6. με τρόπο που κάνει τους ανθρώπους να έχουν κακή γνώμη για κάποιον ή κάτι
    ⮡  Your behavior reflects badly on the school.
    Η συμπεριφορά σου δημιουργεί κακή εικόνα για το σχολείο.
    ⮡  I think badly of him.
    Έχω κακή γνώμη για αυτόν.
  7. άσχημα, λυπάμαι ή ντρέπομαι για κάτι
    ⮡  He came to the party uninvited and I felt badly (for him).
    Ήρθε ακάλεστος στο πάρτι μου κι ένιωσα άσχημα.
    ⮡  I feel badly about what I said.
    Λυπάμαι για ό,τι είπα.
    ⮡  I feel badly for you.
    Σε λυπάμαι.
    ⮡  I feel badly that I did it./I feel badly about doing it.
    Ντρέπομαι που το έκανα.
    ⮡  He feels badly about his behavior.
    Ντρέπεται για το φέρσιμό του.

Συνώνυμα

επεξεργασία
  NODES