baigner
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbaigner (fr)
- λούζω
- Il faut baigner le petit. - Πρέπει να λούσουμε το μικρό.
- μουσκεύω, μουσκεύομαι
- La féta baigne dans l'huile. - Η φέτα κολυμπάει στο λάδι.
- se baigner λούζομαι, κάνω μπάνιο
- On s'est baigné tout l'après-midi. - Κάναμε μπάνιο όλο το απόγευμα.