Ετυμολογία

επεξεργασία
cent (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική cent < λατινική centum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱm̥tóm

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cent (en)

  1. (νόμισμα) το σεντσέντσι), το 1/100 του δολαρίου
  2. (νόμισμα) το λεπτό του ευρώ



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
cent < λατινική centum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱm̥tóm

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɑ̃/
 

  Αριθμητικό

επεξεργασία

cent (fr)

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • Όταν βρίσκεται στην τελευταία θέση ενός αριθμητικού, παίρνει ένα s (εάν βέβαια είναι στον πληθυντικό) :
    mille deux cents - χίλια διακόσια
    quatre cents - τετρακόσια
    αλλά: mille cent - χίλια εκατό
  • Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, δεν παίρνει s :
    cent vingt-deux - εκατόν είκοσι δύο
    mille deux cent quarante - χίλια διακόσια σαράντα
    un million trois cent mille - ένα εκατομμύριο τριακόσιες χιλιάδες

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
cent < (άμεσο δάνειο) αγγλική cent και ολλανδική

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɛnt/
ομόηχα: sang, sans, s'en

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cent cents

cent (fr) αρσενικό



  Αριθμητικό

επεξεργασία

cent (eo)

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Αριθμητικό

επεξεργασία

cent (io)

  NODES