dépression
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dépression | dépressions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdépression (fr) θηλυκό
- (ψυχολογία) η κατάθλιψη, το ψυχοπλάκωμα
- (μετεωρολογία) μια ζώνη χαμηλών βαρομετρικών χαμηλών
- (οικονομία) οικονομική ύφεση
Συγγενικά
επεξεργασίαdepression
επεξεργασίαΑγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααπό τη γαλλ. depresser <λατ. deprimere, (παθητική μετοχή depressus): de, κάτω+premere, πιέζω.
Προφορά
επεξεργασίαdɪˈpɹɛʃən
Ουσιαστικό
επεξεργασία- η καταπίεση
- η πράξη της καταπίεσης
- το να είναι κανείς καταπιεσμένος
- (παθολογία) κατάπτωση. Η αφύσικη μείωση του ρυθμού κάποιας φυσιολογικής λειτουργίας ή δραστηριότητας, όπως π.χ. ο καρδιακός ρυθμός.
- (ψυχολογία) κατάθλιψη. Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με αισθήματα βαθιάς απογοήτευσης, απαισιοδοξίας και προσωπικής υποεκτίμησης.
- (μετεωλογία) βαρομετρικό χαμηλό ή ψυχρό μέτωπο. Είναι η περιοχή χαμηλής βαρομετρικής πίεσης η οποία χαρακτηρίζεται από βροχή και ασταθή καιρό.
- (οικονομία) ύφεση. Περίοδος δραστικής πτώσης της οικονομίας, που χαρακτηρίζεται από μείωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, υποχώρησης των τιμών και ανεργία.
- (γεωγραφία) βαθύπεδο. Μία επιφάνεια εδάφους η οποία βρίσκεται χαμηλότερα ή έχει βυθιστεί, σε σχέση με τα εδάφη που την περιβάλλουν.
- Υπάρχει μεγάλη ποικιλία μηχανισμών με τους οποίους μπορεί να σχηματιστούν βαθύπεδα, όπως εξ αιτίας:
- ●της διάβρωσης (π.χ. οι παγετωνικές κοιλάδες, οι κοιλάδες των ποταμών, οι καταβόθρες, οι δολίνες κ.ά.)
- ●των τεκτονικών κινήσεων (π.χ. οι ρηξιγενείς κοιλάδες όπως. η Νεκρή Θάλασσα, οι ωκεάνιοι τάφροι κ.ά.)
- ●της ηφαιστειακής δραστηριότητας (π.χ. οι καλδέρες)
- ●πτώσης μετεωρίτη (με τη δημιουργία μετεωρικού κρατήρα), κ.ά.