Ετυμολογία

επεξεργασία
dadaïste < Dada + -iste

  Επίθετο

επεξεργασία

dadaïste (fr)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dadaïste dadaïstes

dadaïste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • dada (παιδική λέξη)
  • Dada (το καλλιτεχνικό κίνημα)
  • dadaïsme
  NODES
dada 13
dada 13