donation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
donation | donations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdonation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η δωρεά, κάτι που δίνεται σε ένα άτομο ή έναν οργανισμό όπως μια φιλανθρωπική οργάνωση, για να βοηθήσει· ο δωρισμός, η ενέργεια του να δωρίζω
- ⮡ His donations speak volumes about his generosity.
- Οι δωρεές του μαρτυρούν τη γενναιοδωρία του.
- ⮡ donation of a body to medical science - δωρισμός σώματος στην ιατρική επιστήμη
- ⮡ His donations speak volumes about his generosity.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
donation | donations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdonation (fr) θηλυκό
- η δωρεά