Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
drive drives

drive (en)

  1. βόλτα με αυτοκίνητο
    ⮡  Come for a drive in my new car.
    Έλα να πάμε βόλτα με το νέο μου αυτοκίνητο.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η κίνηση, ο εξοπλισμός ενός οχήματος που μεταφέρει την ισχύ από τον κινητήρα στους τροχούς
    ⮡  front-wheel drive - μπροστινή κίνηση
  3. ο ιδιωτικός δρόμος εισόδου που οδηγεί από τον κύριο δρόμο σε σπίτι
     συνώνυμα: driveway
  4. η εκστρατεία, μια οργανωμένη προσπάθεια από μια ομάδα ανθρώπων να πετύχουν κάτι
    ⮡  They did a drive to collect money.
    Έκαναν εκστρατεία να μαζέψουν χρήματα.
  5. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ορμή, η ενεργητικότητα, μια έντονη επιθυμία ή ανάγκη στους ανθρώπους
    ⮡  man’s sexual drive - οι ορμές του ανθρώπου
    ⮡  He doesn’t have enough drive to succeed as a salesman.
    Δεν έχει αρκετή ενεργητικότητα για να πετύχει σαν πλασιέ.
  6. (μη μετρήσιμο) ο δυναμισμός, έντονη επιθυμία να κάνω κάτι και να πετύχω κάτι
    ⮡  He is full of drive and initiative.
    Είναι γεμάτος δυναμισμό και πρωτοβουλία.
  7. (αθλητισμός) η βολή, ένα μακρύ, δυνατό χτύπημα ή κλωτσιά
    ⮡  With a good drive he broke the record.
    Με μια καλή βολή έσπασε το ρεκόρ.
  8. (αθλητισμός) η επίθεση, σε ομαδικά παιχνίδια, η προσπάθεια για την επίτευξη θετικού αποτελέσματος με στόχο τη νίκη
    ⮡  Our national team attempted many unsuccessful drives.
    Η εθνική μας ομάδα επιχείρησε πολλές ανεπιτυχείς επιθέσεις.
  9. (υλικό υπολογιστή) οδηγός, συσκευή για ανάγνωση και εγγραφή δεδομένων σε μια συσκευή αποθήκευσης δεδομένων (storage device) όπως ένας σκληρός δίσκος ή μιά συσκευή εύκαμπτου δίσκου (floppy disk)
  10. (πληροφορική) τα διαμερίσματα (partitions) σε έναν σκληρό δίσκο, όπως drive C:, drive D:, κλπ.[1]

πληροφορική:

ενεστώτας drive
γ΄ ενικό ενεστώτα drives
αόριστος drove
παθητική μετοχή driven
ενεργητική μετοχή driving
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

drive (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) οδηγώ
    ⮡  In Greece and in the US, they drive on the right. In Cyprus and in the UK, they drive on the left.
    Στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ οδηγούν στα δεξιά. Στην Κύπρος και στο ΗΒ οδηγούν στα αριστερά.
  2. (μεταβατικό) κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε μια πράξη ή ενέργεια, ο λόγος που συμβαίνει κάτι
    ⮡  What drove him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
    ⮡  It is his ambition that drives him.
    Εκείνο που τον ωθεί είναι η φιλοδοξία του.
    ⮡  Nothing I said drove him to help.
    Δεν τον παρακίνησε τίποτα από ό,τι είπα ώστε να βοηθήσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate
  3. (μεταβατικό) πετάω έξω, διώχνω
    ⮡  His father drove him from the house.
    Τον πέταξε έξω από το σπίτι ο πατέρας του./Ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη kick out
  4. (μεταβατικό) μπήγω, περνάω, αναγκάζω κάτι να πάει προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση σπρώχνοντάς το ή χτυπώντας το
    ⮡  I drove the nail into the wall.
    Έμπηξα το καρφί στον τοίχο.
    ⮡  He drove his sword through him.
    Τον πέρασε πέρα ως πέρα μα το σπαθί του.
    ⮡  I am driving a nail through.
    Περνώ ένα καρφί.
  5. (μεταβατικό) πετάω, πέφτω πάνω, ρίχνω, σπρώχνω κάτι μέσα στο νερό
    ⮡  The waves drove the boat into the rocks.
    Τα κύματα πέταξαν τη βάρκα στα βράχια.
    ⮡  The boat drove onto the rocks.
    Το πλοίο έπεσε πάνω στα βράχια.
    ⮡  The storm drove the ship onto the rocks.
    Η θύελλα έριξε το πλοίο στα βράχια.
    ⮡  The wind drove the rain violently against the window panes.
    Ο αέρας έριχνε τη βροχή βίαια πάνω στα τζάμια.

phrasal verbs:

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • drive στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Disk Drive. Πρόσβαση 2019-12-27
  NODES
Done 1