fala
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfala (pl)
- το κύμα
- światło jest falą elektromagnetyczną - το φως είναι ηλεκτρομαγνητικό κύμα
- fale turystów wracających z wakacji spowodowały korki na drogach - τα κύματα των τουριστών που επέστρεφαν από τις διακοπές συνάντησαν μποτιλιαρίσματα στους δρόμους