final
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | final |
συγκριτικός | more final |
υπερθετικός | most final |
final (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελικός, κάτι που συμβαίνει στο τέλος μιας σειράς γεγονότων, ενεργειών, δηλώσεων κτλ.
- ⮡ final exams - τελικές εξετάσεις
- ⮡ the final Cup - ο τελικός Κυπέλλου
- ⮡ The final part of the road.
- Tο τελικό τμήμα του δρόμου.
- ⮡ The final vowel/consonant/letter of a word.
- Tο τελικό φωνήεν/σύμφωνο/γράμμα μιας λέξης.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τελικός, κάτι είναι το αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης διαδικασίας
- ⮡ The final form of a project.
- H τελική μορφή ενός έργου.
- ⮡ The final product in the production process.
- Tο τελικό προϊόν στη διαδικασία παραγωγής.
- ⮡ The final form of a project.
- οριστικός, τελικός, πια, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή να αλλάξει
- ⮡ That is my final decision.
- Αυτή είναι η οριστική/τελική μου απόφαση.
- ⮡ It’s final, that’s what it’s called.
- Αυτό πια να λέγεται.
- ⮡ That is my final decision.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
final | finals |
final (en)
- (μετρήσιμο, αθλητισμός) ο τελικός, τα τελικά, για αθλητικό αγώνα
- ⮡ The team is going to the final short three key players.
- Η ομάδα πηγαίνει στον τελικό με τρεις βασικούς παίκτες μείον.
- ⮡ We reached the finals.
- Φτάσαμε στα τελικά.
- ⮡ The team is going to the final short three key players.
- (μετρήσιμο, αμερικανικά αγγλικά) η τελική εξέταση, μια εξέταση που δίνεται στους μαθητές στο τέλος μιας σχολικής περιόδου
Πηγές
επεξεργασία- final (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- final (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 633, 873. ISBN 9780194325684., λήμμα: οριστικός, τελικός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | final | finaux |
θηλυκό | finale | finales |
final (fr)
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
final | finais |
final (pt) θηλυκό
- (αθλητισμός) ο τελικός