finale
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
finale | finales |
finale (fr) θηλυκό
- ο τελικός ενός παιχνιδιού
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαfinale (fr)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
finale | finali |
Ετυμολογία
επεξεργασία- finale < υστερολατινική finalis < λατινική finis
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfinale (it)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfinale (it) αρσενικό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfinale (it) θηλυκό
- (αθλητισμός) ο τελικός
- (γλωσσολογία) η κατάληξη
Πηγές
επεξεργασία- finale - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).