Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
finale finales

finale (fr) θηλυκό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

finale (fr)



      ενικός         πληθυντικός  
finale finali

  Ετυμολογία

επεξεργασία
finale < υστερολατινική finalis < λατινική finis

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fiˈna.le/

  Επίθετο

επεξεργασία

finale (it)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

finale (it) αρσενικό

  1. το τέλος
  2. το φινάλε

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

finale (it) θηλυκό

  1. (αθλητισμός) ο τελικός
  2. (γλωσσολογία) η κατάληξη
  NODES