Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɪʃ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fish fish / fishes

fish (en)

  • το ψάρι
    ⮡  I am garnishing the fish with parsley and slices of lemon.
    Γαρνίρω το ψάρι με μαϊντανό και φέτες λεμονιού.
ενεστώτας fish
γ΄ ενικό ενεστώτα fishes
αόριστος fished
παθητική μετοχή fished
ενεργητική μετοχή fishing

fish (en)

  1. (αμετάβατο) ψαρεύω, με τη χρήση καλαμιού προσπαθώ να πιάσω ψάρια
    ⮡  I go fishing every day.
    Ψαρεύω κάθε μέρα.
  2. (αμετάβατο) (με for ή around for) ψαρεύω, εκμαιεύω από κάποιον τις προθέσεις του, κάποιο μυστικό ή άλλες πληροφορίες
    ⮡  I fish for secrets/compliments out of someone.
    Ψαρεύω μυστικά/κομπλιμέντα από κάποιον.

Παράγωγα

επεξεργασία
  NODES