ενεστώτας get in
γ΄ ενικό ενεστώτα gets in
αόριστος got in
παθητική μετοχή got in, gotten in
ενεργητική μετοχή getting in
gotten (αμερικανικό, ή αρχαϊκό βρετανικό)

  Ετυμολογία

επεξεργασία
get in < → δείτε τις λέξεις get και in

get in (en)

  1. καταφθάνω, φθάνω ή έρχομαι σε ένα μέρος (πχ. πόλη, χωριό, κλπ)
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrive
  2. αποκτώ πρόσβαση (πχ. σε υπολογιστή)
  NODES