good
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | good |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
good (en)
- καλός, καλή ποιότητα ή υψηλό επίπεδο
- ⮡ good food/wine - καλό φαγητό/κρασί
- ⮡ a good house - καλό σπίτι
- ⮡ The hotel is good, it has good service.
- Το ξενοδοχείο είναι καλό, έχει καλή εξυπηρέτηση.
- ⮡ She has been a good wife to him.
- Του στάθηκε καλή σύζυγος.
- ⮡ The car didn’t turn out to be a good one.
- Το αυτοκίνητο δε βγήκε καλό.
- ⮡ She goes to a good school.
- Πηγαίνει σε καλό σχολείο.
- ⮡ He has a good education.
- Έχει καλή μόρφωση.
- ⮡ I read a good book.
- Διάβασα ένα καλό βιβλίο.
- ⮡ His French is really good.
- Τα γαλλικά του είναι πολύ καλά.
- καλός, ευχάριστος, ωραίος, που με ευχαριστεί ή που θέλω
- ⮡ We had a good trip.
- Κάναμε καλό ταξίδι.
- ⮡ The weather is good.
- Ο καιρος είναι καλός.
- ⮡ a good smell - καλή μυρωδιά
- ⮡ I am not in a good mood today.
- Σήμερα δεν έχω καλή διάθεση.
- ⮡ Did you have a good time at the party?
- Περάσατε καλά στο πάρτι;
- ⮡ We had a good evening.
- Περάσαμε μια ευχάριστη βραδιά.
- ⮡ What a good surprise!
- Τι ευχάριστη έκπληξη!
- ⮡ It’s good to be home again.
- Είναι ωραία να ξαναβρίσκομαι σπίτι μου.
- ⮡ It’s too good to be true!
- Είναι πολύ ωραίο για να είναι αληθινό!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pleasant
- ⮡ We had a good trip.
- καλός, που είναι λογικό ή υποστηρίζει σθεναρά αυτό που συζητείται
- ⮡ He has some good points.
- Έχει μερικά καλά σημεία.
- ⮡ I found a good excuse.
- Βρήκα καλή δικαιολογία.
- ⮡ This will give you a good idea of life in Greece.
- Αυτό θα σου δώσει μια καλή ιδέα για τη ζωή στην Ελλάδα.
- ⮡ He has some good points.
- καλός, που δείχνει επιδοκιμασία ή σεβασμό
- ⮡ a woman of a good family - γυναίκα καλής οικογένειας
- ⮡ I have a good opinion of them.
- Έχω καλή γνώμη για αυτούς.
- ⮡ He has a good reputation.
- Έχει καλή φήμη.
- ⮡ His new book got very good reviews.
- Το καινούριο του βιβλίο πήρε πολύ καλές κριτικές.
- καλός, που έχει την ικανότητα να κάνει κάτι καλά
- ⮡ He is a good scientist/technician/author/actor.
- Είναι καλός επιστήμονας/τεχνίτης/συγγραφέας/ηθοποιός.
- ⮡ She is a good student.
- Είναι καλή μαθήτρια.
- ⮡ He is good at math.
- Είναι καλός στα μαθηματικά.
- ⮡ She would be a good teacher/politician.
- Είναι καλή για δασκάλα/για πολιτικός.
- ⮡ He is a good scientist/technician/author/actor.
- καλός, που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάτι ή να αντιμετωπίσει καλά τους ανθρώπους
- ⮡ He is good with languages.
- Είναι καλός στις γλώσσες.
- ⮡ He is good with languages.
- καλός, που είναι ηθικά σωστό· που ακολουθεί αυστηρά ένα σύνολο κανόνων ή αρχών
- ⮡ He is a good Christian.
- Είναι καλός χριστιανός.
- ⮡ He is a good Christian.
- καλός, ευγενικός, που έχει καλοσύνη, που βοηθάει και υποστηρίζει όλους όσοι έχουν ανάγκη
- ⮡ He was a good man and stood by me.
- Βρέθηκε ένας καλός άνθρωπος και μου συμπαραστάθηκε.
- ⮡ I have very good colleagues/friends.
- Έχω πολύ καλούς συναδέλφους/φίλους.
- ⮡ He has a good heart/soul.
- Έχει καλή καρδιά/ψυχή.
- ⮡ You are very good to me.
- Είστε πολύ καλός μαζί μου.
- ⮡ It was good of him to help them.
- Ήταν ευγενικό από μέρους του να τους βοηθήσει.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη thoughtful
- ⮡ He was a good man and stood by me.
- καλός, για ένα παιδί ή ζώο που συμπεριφέρεται καλά
- ⮡ Be a good kid.
- Να είσαι καλό παιδί.
- ⮡ Be a good kid.
- καλός, που είναι υγιές ή δυνατό
- ⮡ She has good hearing.
- Έχει καλή ακοή.
- ⮡ You have a good sense of smell.
- Έχεις καλή όσφρηση.
- ⮡ He has a good nose./He has good eyes.
- Έχει καλή μύτη./Έχει καλά μάτια.
- ⮡ I am in good health.
- Είμαι καλά στην υγεία μου.
- ⮡ good health - καλή υγεία
- ⮡ a good, strong heart - καλή, γερή καρδιά
- ⮡ She has good hearing.
- καλός, που έχει μια χρήσιμη ή βοηθητική επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- ⮡ Milk is good for children.
- Το γάλα κάνει καλό στα παιδιά.
- ⮡ Exercise is good for one’s health.
- Η γυμναστική κάνει καλό στην υγεία.
- ⮡ This is good for your health.
- Αυτό είναι καλό για την υγεία σου./Σου κάνει καλό στην υγεία.
- ⮡ Milk is good for children.
- καλός, κατάλληλος
- ωραία, για έκφραση επιδοκιμασίας, αποδοχής, ικανοποίησης κτλ.
- (ανεπίσημο, μόνο πριν από το ουσιαστικό) καλέ
- ⮡ My good man/sir/friend!
- Καλέ μου άνθρωπε/κύριε/φίλε!
- ⮡ My good man/sir/friend!
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) πολύς, αρκετός, μεγάλος σε αριθμό, ποσό ή βαθμό
- ⮡ I have a good number of books on modern art.
- Έχω πολλά βιβλία για τη σύγχρονη τέχνη.
- ⮡ We drink a good deal of tea.
- Πίνουμε πολύ τσάι.
- ⮡ We have a good chance of winning.
- Έχουμε πολλές πιθανότητες να νικήσουμε.
- ⮡ There were a good number of people at the meeting.
- Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι στη συγκέντρωση.
- ⮡ They have a good selection of sizes.
- Έχουν μεγάλη ποικιλία μεγεθών.
- ⮡ I have a good number of books on modern art.
- ολόκληρος, ως επιτατικό σε ουσιαστικό για να τονίσουμε όχι λιγότερο από
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) πλήρης, που γίνεται σε υψηλό επίπεδο ή σε μεγάλο βαθμό
- ⮡ a good rest - πλήρης ανάπαυση
- ⮡ I had a good sleep./I slept well.
- Κοιμάμαι καλά.
- ⮡ We had a good laugh about his foolishness.
- Κάναμε πολλά γέλια (γελάσαμε πολύ) με τη χαζομάρα του.
- κρατώ, αντέχω, έχω αρκετή ενέργεια, υγεία, δύναμη κτλ. για να αντέχω για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ή απόσταση
- ⮡ My car will be good for another five years.
- Το αυτοκίνητό μου θα κρατήσει πέντε χρόνια ακόμα.
- ⮡ Are you good for a five-mile walk?
- Αντέχεις να περπατήσουμε 5 μίλια;
- ⮡ My car will be good for another five years.
- ισχύει, που είναι αποδεκτό για κάτι
- ⮡ The return ticket is good for a month.
- Το εισιτήριο επιστροφής ισχύει για ένα μήνα.
- ⮡ The return ticket is good for a month.
- καλός, που είναι κατάλληλο για ιδιαίτερες περιστάσεις
- ⮡ I laid out the good tablecloth.
- Έστρωσα το καλό τραπεζομάντιλο.
- ⮡ I wore my good coat/my good shoes.
- Φόρεσα το καλό μου το παλτό/τα καλά μου τα παπούτσια.
- ⮡ I laid out the good tablecloth.
- (ανεπίσημο) φρέσκος, για τρόφιμα που βρίσκονται σε καλή φυσική κατάσταση
- ⮡ The vegetables will stay good in the fridge.
- Τα λαχανικά θα διατηρηθούν φρέσκα στο ψυγείο.
- ⮡ The vegetables will stay good in the fridge.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'good' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'good' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | good |
συγκριτικός | better |
υπερθετικός | best |
good (en)
- (ανεπίσημο) καλά
- ⮡ I am playing good today.
- Παίζω καλά σήμερα.
- ⮡ -“How are you today?” -“Good enough.”
- -«Πώς είσαι σήμερα;» -«Καλούτσικα.»
- ≈ συνώνυμα: well
- ⮡ I am playing good today.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
good | goods |
good (en)