Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
gosse gosses

gosse (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

gosse (sv)

  NODES
Done 1