hora
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
hora | horas |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhora (es) θηλυκό
- η ώρα
Καταλανικά (ca)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhora (ca)
- η ώρα
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhora (la) θηλυκό
- η ώρα
- ⮡ quota hora est? - τι ώρα είναι;
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhora (pt) θηλυκό
- η ώρα
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhora (sk)
Τσεχικά (cs)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhora (cs) θηλυκό