influence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɪn.flu.əns/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
influence | influences |
influence (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η επιρροή, η επίδραση που έχει κάποιος ή κάτι σε ένα άτομο ή πράγμα
- (μη μετρήσιμο) η επιρροή, η δύναμη που έχει κάποιος ή κάτι για να κάνει κάποιον ή κάτι να συμπεριφέρεται με συγκεκριμένο τρόπο
- ⮡ I will use my influence on him to find you a job.
- Θα χρησιμοποιήσω την επιρροή μου πάνω του για να σου βρω δουλειά.
- ⮡ He is a man of influence.
- Είναι άνθρωπος με επιρροή.
- ⮡ He has a lot of influence on the President.
- Έχει μεγάλη επιρροή στον Πρόεδρο.
- ≈ συνώνυμα: clout, grip, hold, leverage, pull και sway
- ⮡ I will use my influence on him to find you a job.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | influence |
γ΄ ενικό ενεστώτα | influences |
αόριστος | influenced |
παθητική μετοχή | influenced |
ενεργητική μετοχή | influencing |
influence (en)
Πηγές
επεξεργασία- influence (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- influence (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 321, 326. ISBN 9780194325684., λήμμα: επίδραση, επιρροή
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
influence | influences |
influence (fr) θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη influer