learned
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | learned |
συγκριτικός | more learned |
υπερθετικός | most learned |
learned (en)
- (επίσημο) ο πολυμαθής, ο μορφωμένος, ο διαβασμένος, o σπουδαγμένος (λαϊκά), ο καταρτισμένος, ο λόγιος, έχω πολλές γνώσεις γιατί έχω σπουδάσει και διαβάσει πολύ
- ⮡ My learned friend disagrees and I trust him on that.
- Ο μορφωμένος φίλος μου διαφωνεί και θα συμφωνήσω μαζί του επ' αυτού. (έχω εμπιστοσύνη στη γνώμη του και τείνω να συμφωνήσω με αυτήν)
- ≈ συνώνυμα: erudite, informed, knowledgeable, well-read και well-informed
- ⮡ My learned friend disagrees and I trust him on that.
- κάτι που έχει μάθει κάποιος, που το έχει διδαχεί (σε αντιδιαστολή συνήθως προς αυτό που έχει κληρονομήσει, που το συναισθάνεται εκ γενετής)
- ⮡ This is learned behavior.
- Είναι συμπεριφορά που αποτελεί προϊόν εκπαίδευσης/ανατροφής. (δεν αποτελεί ενστικτώδη συμπεριφορά)
- ⮡ This is learned behavior.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαlearned (en)