ενικός         πληθυντικός  
navigation navigations

  Ετυμολογία

επεξεργασία
navigation < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική navigation < λατινική navigationem

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /nævɪˈɡeɪʃən/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

navigation (en)

  1. η ναυσιπλοΐα
  2. η πλεύση
  3. η πλοήγηση

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
navigation navigations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

navigation (fr) θηλυκό

  1. η ναυσιπλοΐα
  2. η πλεύση
  3. ο πλους
  4. η περιήγηση (διαδίκτυο)
  NODES
Done 1