navigation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
navigation | navigations |
Ετυμολογία
επεξεργασία- navigation < (άμεσο δάνειο) μέση γαλλική navigation < λατινική navigationem
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /nævɪˈɡeɪʃən/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnavigation (en)
- η ναυσιπλοΐα
- η πλεύση
- η πλοήγηση
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
navigation | navigations |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαnavigation (fr) θηλυκό
- η ναυσιπλοΐα
- η πλεύση
- ο πλους
- η περιήγηση (διαδίκτυο)