Ετυμολογία

επεξεργασία
ordo < ord + -o

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ordo ordoj
αιτιατική ordon ordojn

ordo (eo)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ordo, -ĭnis (la) αρσενικό

  1. τάξη, σειρά
    1. ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά
    2. (στρατιωτικός όρος) τάξη, σειρά στρατιωτών
  2. (νεολατινική σημασία , ταξινομία) η τάξη (ταξινομική βαθμίδα)
    → δείτε και τους όρους superordo, subordo, infraordo και parvordo
  3. (νεολατινική σημασία , χριστιανισμός) το τυπικό σε λειτουργίες της καθολικής εκκλησίας
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ordo ordinēs
γενική ordinis ordinum
δοτική ordinī ordinibus
αιτιατική ordinem ordinēs
κλητική ordo ordinēs
αφαιρετική ordine ordinibus
(γ' κλίση)
  NODES