ενικός         πληθυντικός  
page pages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

page (en)

  1. η σελίδα
    ⮡  We’re reading the text on page nine.
    Διαβάζουμε το κείμενο στη σελίδα εννέα.
  2. (πληροφορική) η σελίδα μνήμης

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (πληροφορική) paging



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

page (fr)

  NODES
Done 1