papier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
papier | papiers |
papier (fr) αρσενικό
- το χαρτί
Συγγενικά
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpapier (nl) ουδέτερο
- το χαρτί
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpapier (pl) αρσενικό
Σλοβακικά (sk)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpapier (sk)
- το χαρτί