parade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parade | parades |
parade (en)
- η παρέλαση
- ⮡ He watched the parade riding on his father’s shoulders.
- Παρακολούθησε την παρέλαση καβαλικεμένος στους ώμους του πατέρα του.
- ⮡ He watched the parade riding on his father’s shoulders.
- η επίδειξη
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | parade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | parades |
αόριστος | paraded |
παθητική μετοχή | paraded |
ενεργητική μετοχή | parading |
parade (en)
- παρελαύνω
- επιδεικνύω, κάνω επίδειξη
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parade | parades |
parade (fr) θηλυκό