sentence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sentence | sentences |
sentence (en)
- (γραμματική) πρόταση (μια νοηματικά ολοκληρωμένη σειρά από λέξεις)
- η καταδίκη
- (νομικός όρος) η ποινή στην οποία κάποιος καταδικάζεται
- ⮡ death sentence - θανατική ποινή
- (παρωχημένο) η απόφαση ενός δικαστηρίου
- το μότο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | sentence |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sentences |
αόριστος | sentenced |
παθητική μετοχή | sentenced |
ενεργητική μετοχή | sentencing |
sentence (en)
- καταδικάζω, επιβάλλω ποινή
Πηγές
επεξεργασία- sentence - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- sentence - Cambridge Dictionary online
- sentence - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- sentence - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sentence | sentences |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsentence (fr) θηλυκό
- η δικαστική απόφαση
- η κρίση, η γνώμη
- (παρωχημένο) η σκέψη (που σχετίζεται συνήθως με την ηθική) που εκφράζεται κατά δογματικό και λόγιο τρόπο, η ρήση
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις adage, aphorisme, apophtegme και maxime
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- sentence - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
- sentence - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online