thick
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | thick |
συγκριτικός | thicker |
υπερθετικός | thickest |
Επίθετο
επεξεργασίαthick (en)
- παχύς, χοντρός, για διαστάσεις που έχουν μεγάλο πάχος
- ⮡ a thick layer of asphalt/paint/snow - παχύ στρώμα ασφάλτου/μπογιάς/χιονιού
- ⮡ Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
- Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.
- πυκνός, για τα στοιχεία ενός συνόλου όμοιων πραγμάτων που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους
- ⮡ a thick forest - πυκνό δάσος
- ⮡ He has thick, curly hair.
- Έχει πυκνά, σγουρά μαλλιά.
- πηχτός, παχύρρευστος, παχύς, για υγρά που έχουν πυκνή σύσταση
- ⮡ thick soup/sauce - πηχτή σούπα/σάλτσα
- ⮡ The paint is very thick; it needs to be watered down a little.
- Η μπογιά είναι πολύ πηχτή· χρειάζεται λίγο αραίωμα.
- ⮡ thick liquids - παχύρρευστα υγρά
- ⮡ thick honey - παχύ μέλι
- πυκνός, για ομίχλη, καπνό, αέρα κτλ. που τα μόριά του, βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους
- ⮡ thick smoke - πυκνός καπνός
- ⮡ thick clouds - πυκνά σύννεφα
- πυκνός, που έχει μεγάλο αριθμό ανθρώπων ή μεγάλη ποσότητα από κάτι σε ένα μέρος
- ⮡ a thick crowd of people - πυκνό πλήθος ανθρώπων
- (ανεπίσημο, μειωτικό) κουτός