παραθετικά
θετικός thick
συγκριτικός thicker
υπερθετικός thickest

  Επίθετο

επεξεργασία

thick (en)

  1. παχύς, χοντρός, για διαστάσεις που έχουν μεγάλο πάχος
    ⮡  a thick layer of asphalt/paint/snow - παχύ στρώμα ασφάλτου/μπογιάς/χιονιού
    ⮡  Knead the dough well and roll it out into thick sheets.
    Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.
  2. πυκνός, για τα στοιχεία ενός συνόλου όμοιων πραγμάτων που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους
    ⮡  a thick forest - πυκνό δάσος
    ⮡  He has thick, curly hair.
    Έχει πυκνά, σγουρά μαλλιά.
  3. πηχτός, παχύρρευστος, παχύς, για υγρά που έχουν πυκνή σύσταση
    ⮡  thick soup/sauce - πηχτή σούπα/σάλτσα
    ⮡  The paint is very thick; it needs to be watered down a little.
    Η μπογιά είναι πολύ πηχτή· χρειάζεται λίγο αραίωμα.
    ⮡  thick liquids - παχύρρευστα υγρά
    ⮡  thick honey - παχύ μέλι
  4. πυκνός, για ομίχλη, καπνό, αέρα κτλ. που τα μόριά του, βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους
    ⮡  thick smoke - πυκνός καπνός
    ⮡  thick clouds - πυκνά σύννεφα
  5. πυκνός, που έχει μεγάλο αριθμό ανθρώπων ή μεγάλη ποσότητα από κάτι σε ένα μέρος
    ⮡  a thick crowd of people - πυκνό πλήθος ανθρώπων
  6. (ανεπίσημο, μειωτικό) κουτός
    ⮡  He’s a bit thick.
    Είναι λιγάκι κουτός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη foolish
  NODES
Done 1