ενεστώτας turn away
γ΄ ενικό ενεστώτα turns away
αόριστος turned away
παθητική μετοχή turned away
ενεργητική μετοχή turning away

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn away < → δείτε τις λέξεις turn και away

turn away (en)

  1. γυρίζω πίσω, δεν επιτρέπω σε κάποιον να μπει σε ένα μέρος
    ⮡  They turned us away at the border.
    Μας γύρισαν πίσω στα σύνορα.
  2. διώχνω, δεν δέχομαι κάποιον ή κάτι
    ⮡  He has such a large clientele that he is forced to turn people away.
    Έχει τόσο μεγάλη πελατεία που αναγκάζεται να διώχνει τον κόσμο.
  NODES