Κέρκωπες
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Στην ελληνική μυθολογία οι Κέρκωπες ήταν δύο αδελφοί, διαβόητοι κλέφτες, ψεύτες και μικροαπατεώνες. Κατάγονταν από την Οιχαλία αλλά ζούσαν συνήθως στη Βοιωτία ή κατ' άλλη εκδοχή κοντά στην `Εφεσο. Κατά τις διάφορες παραδόσεις τα ονόματά τους ήταν Σίλλος και Τριβαλός ή Ώλος και Ευρύβατος ή Ανδούλος και Άτλαντος ή Πάσσαλος και Άκμων. Ως μητέρα τους αναφέρεται η Ωκεανίδα Θεία ή η Μεμνονίδα ή η Λίμνη ή, σπάνια, η Κερκώπη. Ως πατέρας τους αναφέρεται συνήθως ο Ωκεανός. Το όνομα «Κέρκωπες» ετυμολογείται από τις λέξεις κέρκη (= ουρά) και ωπή.
Οι Κέρκωπες, περιοδεύοντας ανά τον κόσμο, εξαπατούσαν τους ανθρώπους. Τα «κατορθώματα» των Κερκώπων αποτελούν το θέμα κωμωδιών των Ευβούλου, Ερμίππου, Μενίππου, Πλάτωνος, Κρατίνου και άλλων. Η σημαντικότερη σχετική παράδοση αναφέρεται στην περιπέτειά τους με τον Ηρακλή. Μια φορά που ο ήρωας κοιμόταν κάτω από ένα δέντρο την εποχή που ήταν δούλος της Ομφάλης, οι Κέρκωπες πήγαν να του αρπάξουν τα όπλα, ξεχνώντας την υπόμνηση της μητέρας τους να φυλάγονται από τον «Μελάμπυγον» (= μαυρόκωλο). Ο Ηρακλής όμως ξύπνησε εγκαίρως, έπιασε τους δυο κλέφτες από τα πόδια, τους έδεσε σε ένα ξύλο και τους μετέφερε στον ώμο του κρεμασμένους με τα κεφάλια προς τα κάτω. Στον δρόμο, οι Κέρκωπες, καθώς τα κεφάλια τους χτυπούσαν στα πισινά του Ηρακλή, του είπαν ότι πραγματικά συνάντησαν τον «Μελάμπυγον». Ο Ηρακλής τότε γέλασε και τους άφησε ελεύθερους. Από το επεισόδιο αυτό σώζονται αναπαραστάσεις στη μετόπη του Ναού του Σελινούντα, πάνω σε μελανόμορφα αγγεία, σε δακτυλιολίθους, και αλλού.
Σύμφωνα με μεταγενέστερες παραδόσεις οι Κέρκωπες απολιθώθηκαν επειδή θέλησαν να εξαπατήσουν τον ίδιο τον Δία (η πέτρα δειχνόταν κατά την αρχαιότητα σε όσους περνούσαν από τις Θερμοπύλες), ή μεταμορφώθηκαν σε πιθήκους — από αυτό πήραν το όνομά τους οι Πιθηκούσες Νήσοι στον κόλπο της Νάπολης.
Πηγές
Επεξεργασία- Emmy Patsi-Garin: «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη Πάτση, Αθήνα 1969
- Το αντίστοιχο άρθρο της αγγλόγλωσσης Wikipedia