Η κοιλότητα (locule) (πληθ. κοιλότητες, (locules)) ή loculus (πληθ. loculi) (το ύστερο να σημαίνει στα Λατινικά "μικρή τοποθεσία"), είναι ένα μικρό κοίλωμα[1] ή διαμέρισμα εντός ενός οργάνου ή μέρους του οργανισμού (ζώου, φυτού ή μύκητα).

Διπλό-κοιλος καρπός ντομάτας.

Στα αγγειόσπερμα (ανθοφόρα φυτά), ο όρος κοιλότητα (locule) συνήθως αναφέρεται στο θάλαμο εντός μιας ωοθήκης γυναικείον (gynoecium)[Σημ. 1] ή καρπόφυλλο)[Σημ. 2] του άνθους και φρούτων. Αναλόγως του αριθμού των κοιλοτήτων στην ωοθήκη, οι καρποί μπορούν να ταξινομηθούν ως μονόκοιλοι (μονοθάλαμοι), διπλό-κοιλοι, τριπλό-κοιλοι ή πολλαπλό-κοιλοι. Ο αριθμός των κοιλοτήτων που υπάρχουν σε ένα γυναικείον μπορεί να είναι ίσος ή μικρότερος από τον αριθμό των καρπόφυλλων. Οι κοιλότητες περιέχουν τα ωάρια ή τους σπόρους.

Ο όρος μπορεί επίσης να αναφέρεται σε θαλάμους εντός των ανθήρων,[Σημ. 3] οι οποίοι περιέχουν γύρη.[2]

Πολλαπλό-κοιλος καρπός ντομάτας.

Στους loculoascomycetes, μια ομάδα από ασκομύκητες, οι κοιλότητες είναι θάλαμοι παρόμοιοι με περιθήκεια (perithecium), αλλά κοίλοι έξω από τον ιστό του ξενιστή, αντί να είναι μια προσχηματισμένη δομή. Για το λόγο αυτό, το μονό-κοιλο αναφέρεται ως ψευδοθήκειον (pseudothecium). Οι κοιλότητες ωστόσο, εξακολουθούν να περιέχουν ασκούς, οι οποίες περιέχουν ασκόσπορους, όπως και τα περιθήκεια.

Σημειώσεις

Επεξεργασία
  1. Το γυναικείον (gynoecium) (από το Αρχαίο Ελληνικό «γυνή» (gyne), που σημαίνει γυναίκα και το «οἶκος», που σημαίνει σπίτι), συνηθέστερα χρησιμοποιείται ως συλλογικός όρος για τα τμήματα του ενός λουλουδιού που παράγει ωάρια και που τελικά εξελίσσεται σε καρπό και σπόρους.
  2. Καρπόφυλλο είναι το γυναικείο αναπαραγωγικό όργανο ενός άνθους, το οποίο αποτελείται από την ωοθήκη, το στίγμα και συνήθως το στυλ. Μπορεί να εμφανιστεί μεμονωμένα ή ως ένα από την ομάδα.
  3. Ο στήμονας (πληθυντικός οι στήμονες) είναι το γυρεοπαραγωγό αναπαραγωγικό όργανο του άνθους. Ο ανθήρας προέρχεται από το Γαλλικό anthère, από το κλασικό Λατινικό anthera, που σημαίνει «το φάρμακο το οποίο προέρχεται από το άνθος» και εν συνεχεία από το Αρχαίο Ελληνικό «ἀνθηρά», θηλυκό του ἀνθηρός, «ανθισμένη», από το ἄνθος, (λουλούδι). [Παρ. Σημ. 1] [Παρ. Σημ. 2] [Παρ. Σημ. 3] [Παρ. Σημ. 4]
Παραπομπές σημειώσεων
  1. Klein, E. (1971). A comprehensive etymological dictionary of the English language. Dealing with the origin of words and their sense development thus illustration the history of civilization and culture. Amsterdam: Elsevier Science B.V.
  2. Siebenhaar, F.J. (1850). Terminologisches Wörterbuch der medicinischen Wissenschaften. (Zweite Auflage). Leipzig: Arnoldische Buchhandlung.
  3. Saalfeld, G.A.E.A. (1884). Tensaurus Italograecus. Ausführliches historisch-kritisches Wörterbuch der Griechischen Lehn- und Fremdwörter im Lateinischen. Wien: Druck und Verlag von Carl Gerold's Sohn, Buchhändler der Kaiserl. Akademie der Wissenschaften.
  4. Liddell, H.G. & Scott, R. (1940). A Greek-English Lexicon. revised and augmented throughout by Sir Henry Stuart Jones. with the assistance of. Roderick McKenzie. Oxford: Clarendon Press.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Ιουνίου 2016. Ανακτήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 2016. 
  2. Hickey, M.; King, C. (2001). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press. 
  NODES