Μακεδονία

νεώτερη γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων

Αυτό το λήμμα αφορά τη νεώτερη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Για άλλες χρήσεις, δείτε: Μακεδονία (αποσαφήνιση).

Συντεταγμένες: 41°N 22°E / 41°N 22°E / 41; 22

Η Μακεδονία είναι ιστορική περιοχή της βαλκανικής χερσονήσου στη νοτιοανατολική Ευρώπη.

Μακεδονία (περιοχή)
Η νεώτερη Μακεδονία, σύμφωνα με τα γενικώς αποδεκτά όριά της.
Σημαντικές πόλειςΘεσσαλονίκη (Ελλάδα)
Σκόπια (Βόρεια Μακεδονία)
Μπίτολα (Βόρεια Μακεδονία)
Μπλαγκόεβγκραντ (Βουλγαρια)
Πρίλεπ (Βόρεια Μακεδονία)
ΓλώσσεςΕλληνικά
Σλαβομακεδονικά
Αλβανικά
Βουλγαρικά
Σερβικά
Έκταση
- Σύνολο67.000 km²
25.869 sq mi

Ήδη από την περίοδο της Αναγέννησης, δυτικοί και Έλληνες λόγιοι μελέτησαν τη γεωγραφία έχοντας ως πρότυπο γεωγράφους της κλασικής αρχαιότητας, όπως ο Στράβωνας, με αποτέλεσμα να υιοθετήσουν αρχαίες ονομασίες που δε βρίσκονταν τότε σε ευρεία χρήση, όπως η Μακεδονία. Παρά τη σχετική τους ακαθοριστία,[1] ως γενικά αποδεκτά όρια της νεώτερης Μακεδονίας τέθηκαν βόρεια το όρος Σκάρδος, βορείως της πόλης των Σκοπίων, ανατολικά η οροσειρά της Ροδόπης και η κοιλάδα του Νέστου, νότια το όρος Όλυμπος και δυτικά ο ορεινός όγκος της Πίνδου.[2][3][4][5] Η περιοχή αυτή ταυτίστηκε με τη Μακεδονία της αρχαιότητας[6] και θεωρήθηκε «φυσική» γεωγραφική περιοχή, παρά το ότι δεν προσφέρεται από την άποψη της φυσικής γεωγραφίας ή της ιστορίας ως μία ενιαία γεωγραφική οντότητα.[7] Χαρακτηριζόταν αφενός από το ότι χρησίμευε ως περιοχή-πέρασμα,[8] καθώς δια μέσου αυτής συνδεόταν το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη και, αν και δύσβατη, περιλαμβάνει οροσειρές, λίμνες και κοίτες ποταμών, κυρίως του Αξιού ή Βαρδάρη και του Στρυμώνα, που παρέχουν διόδους που συνδέουν την Κεντρική Ευρώπη με το Αιγαίο,[9] αφετέρου από την εθνοτική της ποικιλομορφία.[8]

Στις αρχές του 19ου αιώνα η ύπαιθρος αγροτική ενδοχώρα της Μακεδονίας ήταν κατά κύριο λόγο σλαβόφωνη, ενώ η ελληνοφωνία επικρατούσε στα αστικά κέντρα και σε μία παράλια ζώνη στα νότια της περιοχής. Η αλλοφωνία των κατοίκων της και η σύγχυση για τα όριά της προσέδωσαν στη Μακεδονία μία αμφίβολη θέση στη γεωγραφία του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Τα δύο πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης ξέσπασαν εξεγέρσεις στην περιοχή, στη Χαλκιδική και τη Νάουσα, που γρήγορα κατεστάλησαν από τους Οθωμανούς, προξενώντας ένα κύμα προσφύγων στην ελεύθερη Ελλάδα, συμβάλλοντας στο να διεκδικηθεί η Μακεδονία ως αλύτρωτη ελληνική χώρα και να υποκινηθούν τις επόμενες δεκαετίες μια σειρά ελληνικές εξεγέρσεις. Με την εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικού κινήματος, η Μακεδονία διεκδικήθηκε και από τους Βουλγάρους που ανταγωνίστηκαν την ελληνική εθνική δράση στην περιοχή στον εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό τομέα, αποσκοπώντας και οι δύο στον εθνικό προσεταιρισμό κυρίως των σλαβόφωνων κατοίκων της περιοχής. Ο ανταγωνισμός αυτός προσέλαβε ένοπλη διάσταση, αρχικά με τη δράση της αυτονομιστικής ΕΜΕΟ τη δεκαετία του 1890 και, μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ίλιντεν το 1903, με τον ελληνικό Μακεδονικό Αγώνα, που έπαυσε με την επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908. Η Μακεδονία διαμοιράστηκε από τα γειτονικά εθνικά κράτη της Βαλκανικής με τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-3, τους οποίους ακολούθησαν μεγάλες μετακινήσεις κατοίκων της περιοχής.

Σήμερα η περιοχή της Μακεδονίας εκτείνεται ως επί το πλείστον στην επικράτεια τριών γειτονικών κρατών: στην Ελλάδα ανήκει η μισή περίπου έκταση της περιοχής όπου κατοικεί ο μισός πληθυσμός της, στη Βόρεια Μακεδονία ανήκει σχεδόν το 40% της έκτασης και στη Βουλγαρία περίπου το 10%, στην Επαρχία Μπλαγκόεβγκραντ.

Οριοθέτηση

   
Το αρχαιοελληνικό μακεδονικό βασίλειο (αριστερά) και η Ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας (δεξιά). Όρια κατά προσέγγιση.

Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρχε διοικητικό διαμέρισμα με το όνομα «Μακεδονία».[10] Πριν την εμφάνιση του ελληνικού εθνικού κινήματος, η μη εγγράμματη πλειονότητα των κατοίκων των αρχαίων ελληνικών χωρών δε χρησιμοποιούσε τις αρχαίες ονομασίες τους, όπως «Μακεδονία»· οι περισσότεροι αναφέρονταν κυρίως σε περιοχές μικρότερης κλίμακας (όπως «Κοζάνη», «Βέροια» κ.ο.κ.), εντός των ορίων των οποίων περνούσαν ολόκληρη τη ζωή τους.[11] Την περίοδο της Αναγέννησης, δυτικοί λόγιοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν τα αρχαία ελληνικά τοπωνύμια, δίχως να έχουν ακριβή αντίληψη των εδαφών στα οποία αντιστοιχούσαν.[10] Με την εμφάνιση του ενδιαφέροντος για την κλασική αρχαιότητα, δυτικοί περιηγητές, με πρώτο τον Κυριακό τον Αγκωνίτη, ταξίδευαν στην περιοχή της Μακεδονίας ασχολούμενοι με και καταγράφοντας τα μνημεία του αρχαίου παρελθόντος της.[12] Τις αρχαίες ονομασίες γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν οι εγγράμματοι κοσμικοί και κληρικοί των ελληνικών χωρών, που διάβαζαν τους κλασικούς συγγραφείς και δυτικούς περιηγητές, δίχως, ωστόσο, να συμφωνούν μεταξύ τους ή να έχουν σαφή εικόνα για τα όρια των περιοχών αυτών. Η σύγχυση των κλασικών συγγραφέων σχετικά με τα όρια των ελληνικών χωρών αναπαράχθηκε από όσους ασχολούνταν με το ζήτημα ανατρέχοντας στις αρχαίες πηγές.[13] Η άγνοια των βαλκανικών γλωσσών και η έλλειψη τοπογραφικών ερευνών εξαιτίας της Οθωμανικής κατάκτησης είχαν ως αποτέλεσμα ως και τις αρχές του 19ου αιώνα οι δυτικοευρωπαίοι λόγιοι να αγνοούν τα ευρισκόμενα τότε σε χρήση τοπωνύμια και η μελέτη της γεωγραφίας των Βαλκανίων να γίνεται με τους όρους του Στράβωνα και του Κλαύδιου Πτολεμαίου,[14] ο οποίος πρώτος χαρτογράφησε τη Μακεδονία τον 2ο αι. μ.Χ. Η χαρτογραφία του Πτολεμαίου επηρέασε την ευρωπαϊκή χαρτογραφία της Μακεδονίας από τις αρχές του 15ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 20ού.[15]

 
Η Μακεδονία σε λεπτομέρεια πτολεμαϊκού χάρτη της Ελλάδας στην έκδοση της Γεωγραφίας του Πτολεμαίου από τον Φραντσέσκο Μπερλινγκιέρι (1482).

Το έβδομο βιβλίο των Γεωγραφικών του Στράβωνα, όπου υπήρχαν οι περισσότερες αναφορές στη Μακεδονία, έχει χαθεί, με αποτέλεσμα μόνο υποθέσεις να μπορούμε να κάνουμε για τη γενική του τοποθέτηση σχετικά με το αν η Μακεδονία είναι κομμάτι της Ελλάδας, ζήτημα στο οποίο δεν παρουσιάζει συνέπεια·[16] σε κάποιο σημείο των Γεωγραφικών του θεωρούσε τη Μακεδονία τμήμα της Ελλάδας (Ζ΄ 9: «Ἔστι μὲν οὖν Ἑλλὰς καὶ ἡ Μακεδονία»), ενώ αλλού έγραφε ότι η Ελλάδα έφτανε «μέχρι τῆς ἐκβολῆς τοῦ Πηνειοῦ» (Η΄ 1.3).[13] Έθετε ως δυτικό όριο της Μακεδονίας τον Πυλώνα, σταθμός της Εγνατίας οδού στον λαιμό του όρους παρά την ανατολική όχθη της Λυχνίτιδας λίμνης που συνδέει τα βόρεια της Πίνδου με τον μεσημβρινό κλάδο του Σκάρδου), διακρίνοντας και τη Μακεδονία της Ιλλυρίας (Ζ΄ 323). Ως ανατολικό όριο, ακολουθώντας τον Θουκυδίδη, θεωρούσε τον Στρυμώνα (Β΄ 99). Ως νότιο δε όριο έθετε αντί των φυσικών ορίων (Πηνειός, Όλυμπος, Καμβούνια όρη, Πίνδος) την από Θεσσαλονίκης προς Δυρράχιο Εγνατία οδό, αποκόπτοντας έτσι μέγα τμήμα και μάλιστα το αρχαιότερο της Μακεδονίας. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος έθετε ως βόρεια όρια το Δυρράχιο και τους Στόβους, ως ανατολικά τον Νέστο και ως νότια την Οίτη και τον Μαλιακό κόλπο, υπάγοντας έτσι στη Μακεδονία όλη τη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα (Πτολ. Γ΄ 13). Ο Τίτος Λίβιος προσεγγίζοντας ίσως περισσότερο παντός άλλου ανέφερε ότι «πόση είναι η Μακεδονία [...] και αυτοί ακόμη οι Μακεδόνες αγνοούσαν».[17]. Όταν οι Ρωμαίοι υπό τον Αιμίλιο Παύλο εκθρόνισαν τους Αντιγονίδες (μετά τη μάχη της Πύδνας, 168 π.Χ.), διαίρεσαν την ευρύτερη περιοχή σε τέσσερις επαρχίες, ορίζοντας ως πρωτεύουσες τις πόλεις Αμφίπολη, Θεσσαλονίκη, Πέλλα και Πελαγονία, ενώ αργότερα (146 π.Χ.), όταν έγινε ρωμαϊκή επαρχία, συνένωσαν την περιοχή διοικητικά με τη Θεσσαλία και την Ιλλυρία[18].

Για τους δυτικοευρωπαίους λογίους η Μακεδονία ήταν η ρωμαϊκή επαρχία, οριζόμενη από τα φυσικά όρια των οροσειρών της Πίνδου, του Σκάρδου και της Ροδόπης.[14] Έτσι, ο Γάλλος ιστορικός Desdevises du Dezert ονόμαζε Μακεδονία ολόκληρη την περιοχή από Αδριατικό μέχρι τη Ροδόπη και από του Σκάρδου μέχρι τον Πηνειό.[19] Ο Μαργαρίτης Δήμιτσας, αντιθέτως, περιόριζε τα βόρεια και δυτικά όρια της Μακεδονίας και ενώ παραδέχεται τα λοιπά ως ακριβή περιλάμβανε στη Μακεδονία και αυτή την Ιλλυρία λόγω των πολλών εκεί αποικιών της.[εκκρεμεί παραπομπή]

 
Τα σύνορα της Μακεδονίας σύμφωνα με Βαλκάνιους και δυτικοευρωπαίους συγγραφείς (1843-1927)

Οι αναζητήσεις των ορίων της Μακεδονίας από Έλληνες και μη γεωγράφους που ακολουθούσαν τον Στράβωνα είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν ως αδιαμφισβήτητα όρια της περιοχής προς βορρά τα όρη Σκάρδος και Όρβηλος και μέσα από τα γραπτά τους να ταυτιστεί με την αρχαία Μακεδονία η ευρύτερη αυτή γεωγραφική περιοχή.[6] Από τον 18ο έως τον 19ο αιώνα, Έλληνες γεωγράφοι και ιστορικοί, όπως ο επίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Β΄, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο Βασίλειος Νικολαΐδης και ο Μαργαρίτης Δήμιτσας, θεωρούσαν τον Σκάρδο ως βόρειο όριο της Μακεδονίας.[20] Ως ιστορικο-γεωγραφικός όρος η «Μακεδονία» δεν ήταν «φυσική περιοχή», αλλά εν πολλοίς οριζόταν από όρια αυθαίρετα, τις λίμνες Οχρίδα και Πρέσπα στα δυτικά, τον Σκάρδο στα βόρεια, τις οροσειρές Ρίλα και Ροδόπη στα βορειοανατολικά και τον ποταμό Νέστο, το Αιγαίο πέλαγος, τον Όλυμπο και την Πίνδο στα νότια.[2][5] Στις αρχές του 20ου αιώνα ο όρος χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τα τρία βιλαέτια, της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και των Σκοπίων/Κοσόβου ή, περισσότερο αυστηρά, τις περιοχές αυτών των βιλαετιών που το 1902 τέθηκαν από την Οθωμανική αυτοκρατορία υπό την επίβλεψη ενός Γενικού Επιθεωρητή Μακεδονίας.[5] Όταν ο Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, που το 1884 είχε εισηγηθεί τη διαίρεση της Μακεδονίας σε μία βόρεια, μία μεσαία και μία νότια ζώνη και τη διεκδίκηση μόνο των δύο τελευταίων από την Ελλάδα, κλήθηκε τον επόμενο χρόνο από το ελληνικό ΥπΕξ να υποστηρίξει ότι ιστορικά η Μακεδονία περιοριζόταν στις περιοχές αυτές που μπορούσε με αξιώσεις να διεκδικήσει η Ελλάδα, αποκλείοντας τη βόρεια ζώνη που έφτανε έως τον Σκάρδο, απάντησε ότι με βάση τα ιστορικά δεδομένα και την έως τότε πρακτική των Ελλήνων δεν ήταν δυνατό να υποστηριχθεί βάσιμα μία τέτοια επανοριοθέτηση της Μακεδονίας.[21] Η ελληνική αυτή επινόηση μιας εδαφικά περιορισμένης «ιστορικής Μακεδονίας», που ταυτιζόταν εν πολλοίς με τα όρια των ελληνικών αλυτρωτικών διεκδικήσεων, εκτεινόμενη βορείως ως τη νοητή γραμμή που ξεκινά από τη λίμνη Αχρίδα, περνά από το όρος Μπαμπούνα (περίπου στο κέντρο της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και νοτίως της πόλης των Σκοπίων) και τη Στρώμνιτσα και καταλήγει στο Νευροκόπι, ταυτίστηκε μετά το 1913 με την ελληνική Μακεδονία και βρήκε ως τη δεκαετία του 1990 περιορισμένη απήχηση στην Ελλάδα.[22][23]

Φυσική γεωγραφία

 
Τοπογραφικός χάρτης της Μακεδονίας.

Μορφολογία εδάφους

Η Μακεδονία είναι περιοχή πολύμορφη με ψηλά όρη που περιβάλουν εκτεταμένες πεδιάδες και αρκετούς ποταμούς που μερικοί πηγάζουν στις γειτονικές χώρες. Με μια γρήγορη ματιά στο ανάγλυφο του χώρου της εύκολα διαπιστώνεται ότι κύριο χαρακτηριστικό της Μακεδονίας είναι ο συσσωρευμένος ορεινός όγκος στα δυτικά που απλώνει προς την ανατολή ένα μακρότατο βραχίονα με αλλεπάλληλες οροσειρές που επιστρέφουν από βορρά όλη τη χώρα έως τη Θράκη κατά μήκος των βορείων συνόρων. Οι οροσειρές αυτές κόπτονται σε δύο ομάδες από τη βαθιά κοιλάδα του Αξιού (στο κέντρο της Μακεδονίας). Συνάμα σημαντικοί ποταμοί οι μεγαλύτεροι της Ελλάδας διασχίζουν τη γη αυτή που με τις υπάρχουσες αρκετές λίμνες παρέχουν το γενικό εκείνο μορφολογικό πλαίσιο που επιτρέπει τη διαίρεση του χώρου σε ακριβώς τρία χωριστά τμήματα, τη Δυτική Μακεδονία (εξαιρετικά ορεινή με σημαντικά οροπέδια), την Κεντρική Μακεδονία (με τις εκτεταμένες πεδιάδες) και την Ανατολική Μακεδονία (με τα εύφορα λεκανοπέδια που περικλείονται σε λοφοσειρές).

Όρη

Στη Δυτική Μακεδονία, δύο παράλληλες οροσειρές, από Β προς Ν (διακλάδωση του Σκάρδου) με κύριο όρος το Πέτρινο (ή Γκαλιτσίκα) (Βορειοδυτικό όριο), χωρίζουν τις λεκάνες των λιμνών Μεγάλης και Μικρής Βρυγηίδας (ή Πρέσπες) από της Αχρίδας (Λυχνιτίδας), τον Τρικλάριο, τον Γράμμο, τα Όντρια, τον Βόιο, την Πίνδο (με υψηλότερη κορυφή, τη Βασιλίτσα) και τον Σμόλικα, της δε προς Α. οροσειράς ο Βαρνούς (ή Περιστέρι), τον Βέρνο ή Βίτσι, Σινιάτσικο ή Άσκιο, ο Βούρινος και το Βέρμιο. Ανατολικά το Καϊμακτσαλάν που στο Ελληνικό έδαφος ονομάζεται Βόρας, το Πίνοβο, η Τζένα και το Πάικο. Μια νότια διακλάδωση αποτελούν τα Καμβούνια και τα Πιέρια που συνδέονται με τα Θεσσαλικά όρη Χάσια, Αντιχάσια και Όλυμπο. Ανάμεσα στις αλλεπάλληλες αυτές οροσειρές το οροπέδιο της Εορδαίας που συνεχίζει προς Β με της Λυγκηστίδας (Φλώρινας και Μπίτολα) και προς Ν με της Κοζάνης και της Καστοριάς. Επίσης ανάμεσα στις οροσειρές αυτές κυλούν τα χειμαρρώδη νερά τους μικροί ποταμοί που τρέφουν καταλήγοντες στον Αλιάκμονα η κοιλάδα του οποίου αποτελούσε άλλοτε κόλπο που καλύφθηκε από τις προσχώσεις. (Πολλοί πιστεύουν ότι υπολείμματα εκείνου του κόλπου είναι η λίμνη της Καστοριάς).

 
Κορυφές του Βόρα στα σύνορα Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας.

Στην Κεντρική Μακεδονία παρουσιάζεται μια εντελώς διαφορετική όψη με μια σειρά από πεδιάδες που στεφανώνονται από οροσειρές. Κορμός αυτής είναι η κοιλάδα του Αξιού, ανάμεσα στα όρη Βέρμιο δυτικά, Κρούσσια και Κερδύλια ανατολικά την Κερκίνη (ή Μπέλες) βόρεια και νότια του Χολομώντα στη Χαλκιδική, η πλέον εύφορη της χώρας. Η Χαλκιδική, τραχεία προέκταση της Κεντρικής Μακεδονίας, αποτελεί τη μεγαλύτερη χερσόνησο της Ελλάδας, με έκταση 3.281 τετρ. χλμ. μεταξύ Θερμαϊκού - Στρυμονικού κόλπου και που χωρίζεται με δύο λίμνες, τη Βόλβη ή Λίμνη Μπεσικίων ανατολικά και την Κορώνεια ή του Λαγκαδά δυτικά που καταλήγει εισχωρούσα στο Αιγαίο ως Τρίαινα του Ποσειδώνα σε τρεις παράλληλες μικρότερες χερσονήσους, της Κασσάνδρας ή Παλλήνης (δυτικά), της Σιθωνίας ή του Λόγκου και της Ακτής ή Άθω ή Αγίου Όρους (ανατολικά) με αντίστοιχα ακρωτήρια το Ποσείδαιο, το Δρέπανο και το Νυμφαίο ή Ακρόθωο και επιμέρους κόλπους της Κασσάνδρας και του Αγ. Όρους ή Σιγγιτικός. Η Χαλκιδική, στην οποία δεσπόζει η ορεινή τριάδα Χορτιάτης, Χολομώντας και Στρατονικό με σπουδαιότερο χείμαρρο τον Ρήχειο, είναι η πλουσιότερη μεταλλευτική περιοχή της Ελλάδας.

 
Το Αχλαδοχώρι και η νότια κλιτύς του Όρβηλου στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα.

Στην Ανατολική Μακεδονία, αν ο ποταμός Αξιός κόβει στα δύο τη βόρεια στεφάνη της Μακεδονίας χωρίζοντάς την σε Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, ο ποταμός Στρυμών κόβει την ανατολική στεφάνη και χωρίζει έτσι την Κεντρική από την Ανατολική Μακεδονία που απλώνεται μέχρι το Νέστο ποταμό, φυσικό όριο με τη Θράκη. Ανάμεσα στους δύο αυτούς ποταμούς η Ανατολική Μακεδονία καλύπτεται από μια σειρά οροσειρών με ενδιάμεσες εύφορες κοιλάδες. Οι οροσειρές αυτές αρχίζουν από τα στενά της Κούλας που τα διασχίζει μεν ο Στρυμών αλλά και η εθνική οδός ΘεσσαλονίκηςΣερρώνΣόφιας. Την ανατολική πλευρά των στενών αποτελούν οι προσβάσεις του όρους Άγκιστρο ή Τσιγγέλι απέναντι της Κερκίνης. Κατόπιν το όρος Όρβηλος (που είναι συνέχεια των Βουλγαρικών ορεινών όγκων του Πιρίν) με την ψηλότερη κορφή του στο ελληνικό έδαφος, την Αλή-Μπουντούς. Συνέχεια προς Ν τα όρη Βροντούς, Μενοίκιο και Α. το Φαλακρό και η Λεκάνη. Και ενώ όλα συνδέονται μεταξύ τους σε ενιαίο όγκο της οροσειράς της Ροδόπης (με τα όρη Ελατιά, Φρακτό και το ορεινό συγκρότημα της Κούλας), όπου και ο κύριος κορμός της είναι εντός της Βουλγαρίας, περιέργως το Παγγαίο ορθώνεται τελείως απομονωμένο προς Ν με συντροφιά ένα μικρότερο όρος, το Σύμβολο. Η Βόρεια Μακεδονία, η οποία αποτελεί τη Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας, είναι κυρίως ορεινή, αλλά αποτελείται από πολλές λίμνες με μεγαλύτερη τη λίμνη Οχρίδα, την οποία μοιράζεται με την Αλβανία.

 
Η Μεγάλη Πρέσπα στη δυτική Μακεδονία είναι το σύνορο τριών κρατών: της Ελλάδας, της Βόρειας Μακεδονίας και της Αλβανίας.

Ποταμοί και λίμνες

Κυριότεροι ποταμοί της Μακεδονίας είναι οι Αξιός, Αλιάκμονας, Στρυμών, Γαλλικός, Λουδίας και Νέστος. Η Μακεδονία δεν είναι χώρα των λιμνών, αλλά αν αναλογισθεί κανείς ότι από το σύνολο των 23 ελληνικών λιμνών, εκτός τις 6 λιμνοθάλασσες συνολικής επιφάνειας 734 τετρ. χλμ. οι 10 βρίσκονται στη Μακεδονία με μια λιμναία έκταση 191 τ. χλμ. τότε ασφαλώς, για την Ελλάδα, μάλλον είναι χώρα των λιμνών.

Οι λίμνες της Μακεδονίας[2] διακρίνονται σε ορεινές και πεδινές. Ορεινές (κύριες) είναι: Η Αχρίδα (ή Λυχνιτίδα), η Μεγάλη Βρυγηίς (853/288(37)/50) – η μέγιστη των Βαλκανίων και η βαθύτερη επί ελληνικού τμήματος της Ελλάδας, και η Μικρή Βρυγηίς (-/44/-) (ή Πρέσπες), η Βεγορίτιδα (ή Βεγορίτις ή του Οστρόβου) (540/68/65) - με τρεις επιμέρους μικρότερες των Πετρών, τη Χειμαδίτιδα και τη Ζάζαρη, της Δοϊράνη (–/43(17)/8) και η Ορεστιάς (ή Καστοριάς) 620/30/10. Πεδινές είναι: η άλλοτε Γιαννιτσών[3], της Αρτζάνης και του Αματόβου που αποξηράνθηκαν, η Κερκίνη, η Κορώνεια (ή του Λαγκαδά ή του Αγ. Βασιλείου) (55/57/15), η Βόλβη 50/73/20 και η Πικρολίμνη.

Ιστορία

Γλωσσικές κοινότητες

Την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, η ελληνοφωνία επεκτάθηκε προς βορρά στην Ιλλυρία και τη Θράκη, αλλά οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών και επιδρομές που ακολούθησαν από τον 3ο μ.Χ. αιώνα κ.ε. μετέβαλαν την πληθυσμιακή σύνθεση της Βαλκανικής, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση συμπαγών θυλάκων Σλάβων ιδίως στα πεδινά των βόρειων ελληνικών χωρών.[24] Την περίοδο του Διαφωτισμού και της εμφάνισης του ελληνικού εθνικού κινήματος[25] στην περιοχή της Μακεδονίας η ελληνοφωνία περιοριζόταν στην παραλιακή της ζώνη (τα νότια τμήματα της σημερινής ελληνικής Μακεδονίας), ενώ η ζώνη ομιλίας της σλαβικής εκτεινόταν προς νότο ως τα πεδινά της Ημαθίας και της Θεσσαλονίκης.[26]

Σερβικός (πάνω), βουλγαρικός (μέση) και ελληνικός (κάτω) εθνογλωσσικός χάρτης της περιοχής της Μακεδονίας (αρχές 20ου αι.).

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι ζώνες ομιλίας της ελληνικής, της αλβανικής και της σλαβικής, συνέκλιναν στην περιοχή των λιμνών Αχρίδας, Πρεσπών και Καστοριάς,[27] ενώ όριο μεταξύ της ζώνης συμπαγούς ελληνοφωνίας και σλαβοφωνίας αποτελούσε μια νοητή γραμμή που από τον Γράμμο διερχόταν νοτίως της Καστοριάς, βορείως της Κοζάνης και της Βέροιας, νοτίως της Έδεσσας και των Γιαννιτσών, και κατέληγε στην περιοχή των εκβολών του Αξιού, στη Θεσσαλονίκη.[28] Στην περιοχή βορείως αυτής της νοητής γραμμής επικρατούσε η σλαβοφωνία, ενώ σε όλη την έκτασή της υπήρχαν ετερόγλωσσες νησίδες, θύλακες όπου ομιλούνταν τα τούρκικα, τα ελληνικά και τα βλάχικα.[29] Στην ελληνόφωνη ζώνη περιλαμβανόταν ένα σύνολο χωριών ελληνόφωνων μουσουλμάνων, των Βαλαάδων, που είχαν ως κέντρο το Λαψίστι ή Λεψίστα, τη σημερινή Νεάπολη της Κοζάνης.[30] Ανατολικά της συστάδας των οικισμών των Βαλαάδων βρισκόταν μια ζώνη ελληνόφωνων χριστιανικών χωριών, ανάμεσα στα όρη Μουρίκι και Άσκιο, εκτεινόμενη από τους εξελληνισμένους βλαχόφωνους οικισμούς Βλαχοκλεισούρα και Βλάστη στον βορρά, έως το Σισάνι, το Βογατσικό, την Εράτυρα και τη Σιάτιστα στον νότο.[31] Ανατολικότερα, η ζώνη της σλαβοφωνίας που ξεκινούσε από την περιοχή της Πελαγονίας συναντούσε βορείως της Κοζάνης και στα νότια της Πτολεμαΐδας τα τουρκόφωνα κονιαροχώρια ή «μπουτσάκια», μια εκτεταμένη ομάδα εγκαταστάσεων Τούρκων εποίκων.[32] Βόρεια αυτού του τουρκόφωνου θύλακα υπήρχαν σλαβόφωνα χωριά, ανάμεσα στα οποία εστίες ελληνοφωνίας αποτελούσαν χωριά εξελληνισμένων Βλάχων, όπως το Νυμφαίο, Αλβανών, όπως το Λέχοβο, ή Αλβανών και Βλάχων, όπως το Φλάμπουρο και η Δροσοπηγή.[33] Το δυτικό άκρο της συστάδας των τουρκόφωνων χωριών συναντούσε τη σλαβόφωνη ζώνη, ενώ στο όρος Βέρμιο υπήρχαν βλαχοχώρια απ' όπου ίσως διείσδυσε η ελληνική στο σλαβόφωνο χωριό Κατράνιτσα στους δυτικούς πρόποδες του βουνού. Στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, η Βέροια, η Νάουσα και αργότερα η Έδεσσα ήταν πόλεις που προσείλκυαν και ενσωμάτωναν στον ελληνόφωνο πυρήνα τους τους ορεσίβιους Βλάχους και τους σλάβους των πεδιάδων ανατολικά του όρους. Στα χωριά της Καρατζόβας, όπως τη Νώτια κ.ά, κατοικούσαν βλαχόφωνοι μουσουλμάνοι, ενώ τα Γιαννιτσά αποτελούσαν εστία τουρκοφωνίας.[34] Ανατολικά του Αξιού, η παρουσία της ελληνικής περιοριζόταν σε μια στενή παράλια ζώνη στα νότια, έως μια νοητή γραμμή που διερχόταν νοτίως του Κιλκίς και της Δράμας.[35]

Στην αλλόφωνη ενδοχώρα, τα αστικά κέντρα αποτελούσαν κέντρα ελληνοφωνίας, ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν κατά κανόνα σλαβόφωνοι.[36] Βορείως της νοητής γραμμής που διαχώριζε τις ζώνες συμπαγούς ελληνοφωνίας και σλαβοφωνίας, οι πόλεις της περιοχής των λιμνών στα δυτικά και πόλεις όπως η Καστοριά, το Μοναστήρι, ο Πρίλαπος, η Στρώμνιτσα, το Μελένικο, οι Σέρρες κ.ά. εξελλήνιζαν τους Βλάχους, Αλβανούς και Σλάβους χωρικούς που εγκαθίσταντο σε αυτές, σε μια διαδικασία στην οποία διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο οι μητροπόλεις και οι επισκοπές, τα εκκλησιαστικά και κοινοτικά σχολεία, καθώς και η αίγλη της ελληνοφωνίας, ως lingua franca του εμπορίου. Το φαινόμενο αυτό του εξελληνισμού πραγματοποιούνταν με ταχύτερους ρυθμούς από την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και εξής και εντονότερα στις πόλεις και τα μεγάλα χωριά ανατολικά του Αξιού, λόγω της εγγύτητας με την Κωνσταντινούπολη και ακμάζοντα ελληνικά κέντρα των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών.[37] Η πρόοδος, ωστόσο, αυτή της ελληνοφωνίας μεταξύ των αλλόγλωσων Χριστιανών της περιοχής δεν εξάλειψε την αλλοφωνία στα χωριά, όπου, με εξαίρεση τα μεγάλα βλαχοχώρια και όσα χωριά βρίσκονταν κοντά σε πόλεις, κατοικούσαν μικρές αμιγείς γλωσσικά κοινότητες, οι κάτοικοι των οποίων δε μάθαιναν παρά όσες ελληνικές και τουρκικές λέξεις ήταν απαραίτητες για τις συναλλαγές τους.[38] Από τα μέσα του 18ου αιώνα και για έναν αιώνα, ιδίως τους χρόνους του Αλή πασά και της Ελληνικής Επανάστασης, υπό την πίεση Αλβανών ατάκτων και του Αλή πασά, προκλήθηκε μετανάστευση κατά κύματα προσφύγων από την Ήπειρο και την Αλβανία, Αλβανών, Βλάχων και Ελλήνων, που κατέφυγαν στη Μακεδονία.[39] Έλληνες και εξελληνισμένοι Αλβανοί από την Ήπειρο και την Αλβανία μετακινήθηκαν προς τα ανατολικά και δημιούργησαν ελληνόφωνες εγκαταστάσεις σε τσιφλίκια, όπως στα νοτιοδυτικά της Καστοριάς, εξελληνισμένοι Βλάχοι της Μοσχόπολης κατέφυγαν σε πόλεις των δυτικών της Μακεδονίας, όπως το Μοναστήρι, ενισχύοντας το ελληνόφωνο στοιχείο τους,[40] ενώ όσοι εγκαταστάθηκαν σε σλαβόφωνους οικισμούς αναπόφευκτα αφομοιώθηκαν γλωσσικά, όχι χωρίς να προκληθούν εντάσεις με τους ντόπιους.[41]

Το ελληνικό όραμα

Η νεοελληνική γεωγραφία

 
Μέρος της Μακεδονίας στη Χάρτα του Ρήγα (1797), όπου αναγράφονται αρχαίες τοποθεσίες και τοπωνύμια του 18ου αιώνα. Με κόκκινη γραμμή τα όρια Μακεδονίας, Μοισίας και Θράκης.

Χάρη στις λαϊκές παραδόσεις για τον βασιλιά Αλέξανδρο, η αρχαία Μακεδονία είχε γίνει σύμβολο ανδρείας με ευρύτερη απήχηση, ελκύοντας ως και Βλάχους και Μουσουλμάνους, που αυτοπροσδιορίζονταν ως «Μακεδονίτες» ή «Μακεδόνες».[42] Η συγκρότηση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας με αναφορά στην κλασική αρχαιότητα κατέστησε αναπόφευκτη τη συμπερίληψη σε αυτή της Μακεδονίας.[43] Την περίοδο του ώριμου Διαφωτισμού δεν υπήρχε ομοφωνία μεταξύ των Ελλήνων λογίων για τη θέση της Μακεδονίας στην ελληνική γεωγραφία, καθώς άλλοτε απηχώντας απόψεις Δυτικών αρχαιομαθών θεωρούσαν τη Μακεδονία, μαζί με τη Θράκη και την Ήπειρο, χώρα ευρισκόμενη εκτός της κλασικής Ελλάδας, που αποτελούσε, ωστόσο, τμήμα της «Ελλάδας», εννοούμενης ως το σύνολο των ευρωπαϊκών εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και, ως περιοχή όπου απαντούσε η ελληνοφωνία και κατοικούσαν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, συμπεριλαμβανόταν στη «Γραικία», τη νέα Ελλάδα που βρισκόταν ακόμη εν τω γίγνεσθαι.[44] Περισσότερο περίπλοκο ήταν το ζήτημα των ορίων της Μακεδονίας, λόγω αφενός της χρήσης στη γεωγραφία και τη χαρτογραφία όρων ασαφών προερχόμενων από την αρχαιότητα, αφετέρου λόγω της δυσκολίας σαφούς χωροθέτησης των χωρών με τις οποίες θεωρούνταν ότι συνόρευε η Μακεδονία, της Βουλγαρίας, της Σερβίας και ιδίως της Αλβανίας ή Αρβανιτιάς στα δυτικά, που κάποιες φορές καταγραφόταν ως επαρχία της Μακεδονίας.[45] Ομοίως εξακολουθούσε η σύγχυση για το νόημα του όρου «Μακεδόνες», που δήλωνε τόσο τους αρχαίους Μακεδόνες όσο και τους συγκαιρινούς κατοίκους της περιοχής, που, όπως έγραφε στις αρχές του 19ου αιώνα ο Αθανάσιος Ψαλίδας αναπαράγοντας απόψεις που φαίνεται να ήταν διαδεδομένες ανάμεσα στους εγγράμματους της εποχής του, ήταν «ποταποί», «Βούλγαροι, Τούρκοι και ολίγοι Έλληνες και Βλάχοι άποικοι από την Αρβανιτιά».[46]

Ελληνική Επανάσταση του 1821

 
Η επαναστατική σημαία του Εμμανουήλ Παππά κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821

Στη Μακεδονία, η επανάσταση εκδηλώθηκε αρχικά στη Χαλκιδική τον Ιούνιο του 1821, υπό τον Εμμανουήλ Παππά. Αφού κατάφεραν να απελευθερώσουν τη Χαλκιδική, τα Βασιλικά Θεσσαλονίκης και την περιοχή της Βόλβης, επιχείρησαν να επιτεθούν ταυτόχρονα από Νότο και Ανατολή στη Θεσσαλονίκη, αλλά ο ερχομός ισχυρών Οθωμανικών δυνάμεων τους ανάγκασε σε ήττα στη Μάχη της Ρεντίνας και τελικά οπισθοχώρηση στην Κασσάνδρα,[εκκρεμεί παραπομπή] όπου ενισχύθηκαν από 400 άνδρες υπό τους Μήτρο Λιακόπουλο και Μπίνο.[47] Η οθωμανική απάντηση ήταν εδώ άμεση με συλλήψεις ομήρων και καταλήψεις πόλεων. Φαίνεται πως η κίνηση των επαναστατών είχαν εξαπλωθεί ως τη Γευγελή και το Τίκφες, όπου συνελήφθησαν δύο κάτοικοι ως ύποπτοι.[48]

 
Η σημαία των επαναστατών υπό τον Νικόλαο Τσάμη το 1822.

Το 1822 άναψαν και νέες εστίες επανάστασης. Στις αρχές του χρόνου επαναστάτησαν η Νάουσα, με αρχηγούς τους Καρατάσο, Γάτσο και Ζαφειράκη, καθώς και χωριά του Βερμίου και του Ολύμπου.[49] Οι Τούρκοι απάντησαν άμεσα και με μία στρατιά του Πασά της Θεσσαλονίκης, κατέστρεψαν τη Νάουσα. Οι γυναίκες της πόλης κατέφυγαν στον ποταμό Αράπιτσα και για να αποφύγουν την αιχμαλωσία προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό.[50] Στη συνέχεια προχώρησαν σε καταστροφές πολλών Ελληνικών χωριών και κωμοπόλεων της Κεντρικής Μακεδονίας, λόγω της συμμετοχής τους στην επανάσταση, μεταξύ των οποίων της περιοχής γύρω από τη Νάουσα.[51]

 
Τυφλός τραυματίας ή Ανάπηρος του Αγώνα (Εθνική Πινακοθήκη, 1850). Πίνακας του Θεόδωρου Βρυζάκη πιθανώς εμπνευσμένος από Μακεδόνα πολεμιστή.[52]

Αρματολοί από την περιοχή της Μακεδονίας, όπως και της Ηπειροθεσσαλίας, όπου η επανάσταση κατεστάλη και οι οποίοι δεν μπορούσαν πλέον να επανέλθουν στην υπηρεσία των οθωμανικών αρχών, έχοντας αντικατασταθεί από Τουρκαλβανούς, κατέφυγαν στις περιοχές που ήλεγχε η επαναστατική κυβέρνηση.[53] Σχηματίστηκε μία στρατιωτική ένωση προσφύγων «Μακεδονο-Θεταλλο-Θρακών», που βρισκόταν σε επαφή με τους «Θρακοσερβοβουλγάρους» έφιππους εθελοντές υπό τον Χατζηχρήστο Βούλγαρη, πολλοί από τους οποίος προέρχονταν από τη «μακεδονική Ελλάδα», δηλαδή τη Χαλκιδική, την Έδεσσα και τη Νάουσα.[54] Η συμμετοχή της Μακεδονίας στην Επανάσταση οδήγησε στην ενθουσιώδη θεώρησή της ως ελληνικής επαρχίας.[55] Ενώ από τις αρχές της Επανάστασης έγινε αποδεκτή η διάκριση ανάμεσα στις επικράτεια του μελλοντικού κράτους και των ορίων του ελληνικού έθνους, ο περιορισμός προϊοντος του χρόνου της πολεμικής δραστηριότητας στις νότιες ελληνικές χώρες έτεινε στο να ταυτίζεται η Ελλάδα με την περιοχή αυτή.[56] Οι πληρεξούσιοι των εκτός «ελευθέρας Ελλάδος» περιοχών, όπως της Μακεδονίας, γίνονταν δεκτοί μεταξύ των εθνικών αντιπροσώπων στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις, αλλά αργότερα συνήθως ως «πληρεξούσιοι παροίκων» και στην Ε΄ Εθνοσυνέλευση έγιναν δεκτοί μετά από πολλές παρακλήσεις.[57]

Όταν το 1828 στο πλαίσιο διπλωματικών διαπραγματεύσεων οι Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν από τον κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια να προσδιορίσει χερσαία σύνορα της Ελλάδας που να είναι φύσει οχυρά και να διαχωρίζουν τους δύο λαούς, ο Καποδίστριας αφήσε εκτός Ελλάδας τη Μακεδονία και πρότεινε ως σύνορο τη γραμμή Ολύμπου-Ζυγού, θεωρώντας ότι «τούτο το όριον διεχώριζε και το πάλαι την Ελλάδα από τα βόρεια γειτονικά μέρη» και, με βάση μαρτυρίες λογίων και περιηγητών της εποχής, πως η Μακεδονία είχε κυριευθεί «από τους Σλάβους και από πολλάς άλλας φυλάς».[58]

Αλυτρωτικές εξεγέρσεις

 
Το επαναστατικό λάβαρο της Δυτικής Μακεδονίας το 1878.

Μέσα στην πρώτη δεκαετία του βίου του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, εντός των ορίων του είχαν καταφύγει χιλιάδες πρόσφυγες από νησιά του Αιγαίου, αλλά κυρίως από τις βόρειες ελληνικές χώρες, την Ηπειροθεσσαλία και τη Μακεδονία. Οι πρόσφυγες αυτοί εγκαταστάθηκαν σε τοποθεσίες κοντά στα βόρεια σύνορα του ελληνικού κράτους, όπως τη Λαμία, την Αταλάντη, το Μεσολόγγι κ.α. Συνήθως ενταγμένοι ως τότε στο αρματολικό σύστημα της έμμισθης παροχής ένοπλων υπηρεσιών στους Οθωμανούς και μη γνωρίζοντας άλλη τέχνη από εκείνη των όπλων, σχημάτιζαν ένοπλες ομάδες που επέδραμαν επέκεινα του ελληνοτουρκικού συνόρου σε περιόδους κρίσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ενώ κάποιοι από αυτούς είχαν στραφεί στη ληστεία. Σε αλυτρωτικές εφημερίδες των Αθηνών οι δραστηριότητές τους παρουσιάζονταν ως επιχειρήσεις απελευθέρωσης των αλύτρωτων ομοεθνών.[59] Οι πρόσφυγες αυτοί αποτέλεσαν το πρώτο κύμα προσφύγων από αλύτρωτες ελληνικές χώρες και συνέστησαν μια ισχυρή πολιτικά ομάδα που επηρέαζε τις ελληνικές κυβερνήσεις υποστηρίζοντας την υποδαύλιση αλυτρωτικών εξεγέρσεων στις περιοχές αυτές.[60] Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι Μακεδόνες πήραν τα όπλα αρκετές φορές για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό (με σημαντικότερες το 1854, το 1878 και το 1896), χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την ίδια εποχή η οθωμανική διοίκηση σκλήρυνε τη στάση της απέναντι στο ελληνικό στοιχείο. Παράλληλα, η γενικότερη παρακμή της οικονομίας και η αποσύνθεση της δημόσιας διοίκησης είχε ως αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών (και ιδιαίτερα των Ελλήνων) της Μακεδονίας.[εκκρεμεί παραπομπή]

Μακεδονικό Ζήτημα

Εθνικοί ανταγωνισμοί

 
Το Βουλγαρικό Γυμνάσιο Αρρένων Θεσσαλονίκης (1888-9).

Η πρόοδος του βουλγαρικού εθνικού κινήματος είχε ως αποτέλεσμα τη διεκδίκηση και περιοχών που θεωρούνταν «ιστορικές ελληνικές χώρες», της Μακεδονίας και της Θράκης.[61] Η ίδια περιοχή που θεωρούνταν βόρεια Ελλάδα, γινόταν αντιληπτή ως δυτική Βουλγαρία ή νότια Σερβία.[62] Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, βουλγαρικής εθνικής εκκλησίας ανεξάρτητης από το Πατριαρχείο, το 1870 με την ενθάρρυνση και την υποστήριξη της Υψηλής Πύλης θορύβησε το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, που, διεθνώς απομονωμένο την επαύριο της Κρητικής Επανάστασης αντιμετώπισε μόνο του την κρίση.[63] Η απόκτηση της Μακεδονίας έγινε ο σημαντικότερος εθνικός στόχος, το μακεδονικό ζήτημα σημαντικότερο ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που εξυπηρετούσε πλέον τη διπλή στοχοθεσία της απελευθέρωσης των ελληνικών χωρών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και της ανάσχεσης της βουλγαρικής κυριαρχίας στη Μακεδονίας.[64]

 
Μαθητές ελληνικού σχολείου στη Ζουπάνιστα (σημ. Λεύκη) της Καστοριάς.

Μήλο της έριδας μεταξύ των αντιδιεκδικητών της περιοχής υπήρξαν δευτερευόντως οι Βλάχοι, που παρά τον πρώιμο εξελληνισμό τους, διεκδικούνταν από τους Ρουμάνους ως λατινόφωνοι, και πρωτίστως οι σλάβοι της Μακεδονίας.[62] Οι ανταγωνιστές της Ελλάδας βάσιζαν τα επιχειρήματά τους κυρίως στη γλώσσα που μιλούσαν οι Σλάβοι της Μακεδονίας, κριτήριο που γινόταν αποδεκτό από τους δυτικούς και θεωρούνταν αξιόπιστο.[65] Αντιδρώντας στη διεκδίκηση χωριστής εθνικής ταυτότητας και εκκλησίας από τους Βουλγάρους, που ως τότε αντιμετωπίζοντας από τους Έλληνες ως ετερόγλωσσοι ομόδοξοι αδελφοί, και στη διεκδίκηση από μέρους τους ως ομοεθνών τους των Σλάβων της Μακεδονίας, οι Έλληνες έπαψαν να αναφέρονται σε αυτούς ως «Βουλγάρους», αλλά αποκαλώντας τους «Σλάβους της Μακεδονίας», διατύπωσαν αρχαιολογικά και ιστορικά επιχειρήματα ότι ήταν εκσλαβισθέντες Έλληνες.[66] Κατ'επιταγήν των νέων ιδεολογικών αναγκών, που προέκυψαν από τον επανακαθορισμό της «Ελλάδας», αντί της κλασικής Ελλάδας των Ευρωπαίων, έγιναν αλλαγές στα ιστορικά εγχειρίδια, με την παράλειψη των κατηγοριών του Δημοσθένη για τον «βάρβαρο» Φίλιππο και την απροβλημάτιστη ενσωμάτωση των Μακεδόνων στον αρχαίο ελληνικό κόσμο.[67] Πέρα από τη δυσεξακρίβωτη καταγωγή αυτών των «βουλγαρόφωνων Ελλήνων» και τα ιστορικά δίκαια, σημαντικότερο επιχείρημα που προβλήθηκε από τους Έλληνες ήταν η «συνείδησις» ή το «φρόνημα» των σλαβοφώνων, που ήταν κριτήριο δυτικής προέλευσης, θεωρήθηκε δημοκρατικό και αποτελούσε μια επεξεργασμένη μορφή του θρησκευτικού κριτηρίου: η πνευματική υπακοή στον Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη έγινε απόδειξη ελληνικής ταυτότητας.[68]

Ο θρησκευτικός προσηλυτισμός στη Μακεδονία εξελίχθηκε σε ολομέτωπο εθνικιστικό αγώνα.[69] Οι διεκδικητές της Μακεδονίας επιδόθηκαν σε έναν ανταγωνισμό για τον έλεγχο των κοινοτικών σχολείων και των εκκλησιών, προξενώντας μία μοναδική για την περιοχή εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα.[62] Για την καταπολέμηση της βουλγαρικής κίνησης στο εκκλησιαστικό και εκπαιδευτικό επίπεδο, ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην περιοχή δέχτηκαν τη συνεργασία με εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης, π.χ. προξένους.[62] Η ελληνική εκπαίδευση, σε σχολεία όπου πέρα από τη γλώσσα διαμορφωνόταν η ταυτότητα σύμφωνα με τις εθνικές προσδοκίες της εποχής, έγινε ισχυρό όργανο στα χέρια των Ελλήνων που επέκτειναν τα όρια του έθνους στη Μακεδονία.[70]

Τα κράτη που ενδιαφέρονταν για τη Μακεδονία περιλάμβαναν σε αυτή τα εδάφη εκείνα για τη διεκδίκηση των οποίων μπορούσαν να προβάλλουν κάποιο επιχείρημα με βάση την ταυτότητα των κατοίκων τους. Οι Βούλγαροι απέκλειαν από τη Μακεδονία τη Χαλκιδική και τη νοτίως του Αλιάκμονα δυτική Μακεδονία, ενώ εκτός του ελληνικού λόγου για τη Μακεδονία αφηνόταν η λεγόμενη τότε «Άνω Μακεδονία», η περιοχή βορείως της Αχρίδας, του Μοναστηρίου, της Στρώμνιτσας και του Μελένικου.[71] Μετά το 1899 οι Έλληνες άφηναν την πόλη των Σκοπίων εκτός Μακεδονίας αλλά περιλάμβαναν την πεδιάδα της Κορυτσάς. Αντίθετα, οι Βούλγαροι θεωρούσαν τη Μακεδονία σαν μια γεωγραφική ενότητα που περιλάμβανε και τα Σκόπια και την Κορυτσά. Αυτή η διαφοροποίηση οφειλόταν στο ενδιαφέρον των Βουλγάρων να αποκτήσουν το σύνολο της Μακεδονίας, περιλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης, καθώς και για άλλους λόγους. Αντίθετα, οι Έλληνες και οι Σέρβοι είχαν ήδη καθορίσει τις δικές τους σφαίρες επιρροής και επιθυμούσαν να τις προστατεύσουν από τις βουλγαρικές βλέψεις.[72]

Κατά την εποχή του "Μακεδονικού ζητήματος" διαδραμάτισε ρόλο η λεγόμενη "εθνογραφική χαρτογραφία" (σήμερα θεωρούμενη παρωχημένη) η οποία και χρησιμοποιείται από πολλούς ακόμη και σήμερα στις σχετικές συζητήσεις.[15] Κατά την περίοδο της αποδυνάμωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Ανατολικού Ζητήματος, υπήρξε μεγάλη παραγωγή χαρτών με στόχο την υποστήριξη διαφόρων πολιτικών απόψεων και συζητήσεων για τον καθορισμό των συνόρων των νέων κρατών. Οι τότε γεωγραφικοί χάρτες συχνά συνδυάζονταν με εθνογραφικά στοιχεία (γλώσσες, θρησκείες κ.ά.), συνήθως για να στηρίξουν τις διεκδικήσεις διαφόρων μεγάλων δυνάμεων ή εθνών της περιοχής..[73][Χρειάζεται σελίδα]

Στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές του 20ού εμφανίζεται ο ισχυρισμός για ύπαρξη μακεδονικής (σλαβικής) γλώσσας. Ανάμεσα στους διάφορους εθνογραφικούς χάρτες της περιοχής, που κυκλοφούσαν στον ύστερο 19ο αιώνα, για πρώτη φορά το 1890 ο Ρώσος χαρτογράφος Zaryansko παρουσίασε μια λευκή περιοχή μεταξύ των Σέρβων και των Βουλγάρων την οποία χαρακτήρισε "σλαβική" στην εθνότητα, χωρίς να δίνει άλλες λεπτομέρειες. Το 1903, ο Peucker σε ένα δικό του χάρτη πρόσθεσε το σχόλιο ότι οι Σλάβοι της Μακεδονίας είναι διαφορετικοί από τους άλλους γιατί φέρουν έναν βυζαντινό πολιτισμό. Το 1903 ο Κρίστε Μισίρκωφ (γεννημένος στην Πέλλα) έγραψε για πρώτη φορά για την ανάγκη δημιουργίας μιας λόγιας γλώσσας με βάση τις σλαβικές διαλέκτους της περιοχής Βέλες-Πρίλεπ-Μπίτολα (Μοναστήρι)-Οχρίδα.[74] Μερικοί αυστριακοί χάρτες απεικόνιζαν την ύπαρξη μακεδονικού έθνους και άλλοι όχι, κυρίως για πολιτικούς λόγους. Πριν το 1878 η Αυστρο-Ουγγαρία θεωρούσε τους Μακεδόνες Σλάβους ως "Βουλγάρους", αλλά η απειλή μιας Μεγάλης Βουλγαρίας που θα απέκοπτε την Αυστρία από το Αιγαίο έκανε τους πολιτικούς να αλλάξουν γνώμη. Μετά την επιδείνωση των σχέσεων Αυστρίας - Βουλγαρίας στα μέσα της δεκαετίας 1890, η Αυστρο-Ουγγαρία έπαυσε να θεωρεί τους Σλάβους της Μακεδονίας ως "Βουλγάρους" σε μερικούς εθνολογικούς χάρτες.[75]

ΕΜΕΟ και Μακεδονικός Αγώνας

 
Επαναστάτες της ΕΜΕΟ στην Κλεισούρα της Καστοριάς κατά την εξέγερση του Ίλιντεν (7/1903).

Το 1893 ιδρύθηκε η ΕΜΕΟ, μία οργάνωση που αποσκοπούσε στο να αποκτήσει η Μακεδονία αυτόνομο status. Αν και κοσμική οργάνωση, συνεργαζόταν με την εξαρχική εκκλησία, καθώς και με το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο.[76] Για την αντιμετώπιση του προσηλυτισμού υπό το κράτος της βίας, ιδρύθηκε το 1894 η Εθνική Εταιρεία, όμως το Πατριαρχείο γρήγορα έχανε έδαφος μπροστά στην προσηλυτιστική δράση της βουλγαρικής Εξαρχίας, που εκτεινόταν από τον Αλιάκμονα έως τον Σκάρδο και από τον Γράμμο έως τον Νέστο.[77] Η ΕΜΕΟ προσανατολίστηκε στον προσεταιρισμό παραδοσιακών οπλαρχηγών και χωρικών και στην οικοδόμηση ενός παράλληλου κράτους στα σλαβικά χωριά της Μακεδονίας, χρησιμοποιώντας τρομοκρατικές μεθόδους για να εδραιώσει τη βάση της.[78] Η ΕΜΕΟ απέκτησε σημαντικά ερείσματα στους χωρικούς, που συντάχθηκαν μαζί της εξαιτίας κοινωνικών μεριμνών, βραχυπρόθεσμα εξαιτίας όσων αποσπούσαν με την απειλή της βίας ένοπλα σώματα της ΕΜΕΟ από μέλη των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων αλλά και χάρη στην προοπτική της κοινωνικής αλλαγής που υποσχόταν, ιδίως της ριζοσπαστικής αγροτικής μεταρρύθμισης.[79] Η δράση της EMEO κορυφώθηκε το 1903, όταν πραγματοποίησε την εξέγερση του Ίλιντεν, που γρήγορα καταπνίγηκε από τις οθωμανικές αρχές.[80] Πολλές πόλεις και κωμοπόλεις της βόρειας Μακεδονίας, μεταξύ των οποίων και το Κρούσοβο, καταστράφηκαν.[εκκρεμεί παραπομπή]

 
Ο Μακεδονομάχος καπετάν Άγρας και η ομάδα του στη λίμνη των Γιαννιτσών (1906).

Ο απόηχος της αποτυχίας επίτευξης των αλυτρωτικών ελληνικών στόχων με συμβατικά μέσα κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και η δυναμικότητα της εξέγερσης του Ίλιντεν ώθησαν Έλληνες στρατιωτικούς και διπλωμάτες να προσπαθήσουν να βρουν διέξοδο μέσω της αναβίωσης του ηρωικού πνεύματος του '21 με τις μεθόδους του ανταρτοπολέμου.[80] Το 1904 ιδρύθηκε στην Αθήνα μια κατ' όνομα ιδιωτική οργάνωση, το Μακεδονικό Κομιτάτο, που λάμβανε ηθική και υλική υποστήριξη από την ελληνική κυβέρνηση. Έλληνες αξιωματικοί απομακρύνθηκαν από τις μονάδες τους για να λάβουν μέρος στον Αγώνα και το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης έγινε το οργανωτικό κέντρο του.[81] Το φθινόπωρο του 1904, ένας αξιωματικός του ελληνικού στρατού, ο Παύλος Μελάς σκοτώθηκε στη Στάτιστα, επικεφαλής ανταρτοομάδας κατά την τρίτη του περιοδεία στην υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονία. Ο θάνατος του Μελά κατά το πρότυπο του παραδοσιακού «παλληκαριού» τον κατέστησε εθνικό ήρωα, εξώθησε πολλούς εθελοντές να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και κατέστησε αδύνατο για τις ελληνικές κυβερνήσεις να παραβλέψουν το ζήτημα. Από το 1904 έως το 1908 σώματα της ΕΜΕΟ συγκρούστηκαν με ελληνικές αντάρτικες ομάδες,[82] ντόπιων σλαβόφωνων συνταγμένων με την ελληνική πλευρά (που αποκαλούνταν υποτιμητικά από τους αντιπάλους τους «γραικομάνοι») και εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα (κυρίως την Κρήτη), πλαισιωμένων από έμπειρους αξιωματικούς και επιτελικούς του Ελληνικού Στρατού.[εκκρεμεί παραπομπή] Τα ελληνικά σώματα κατάφεραν να υπερισχύσουν, αναχαιτίζοντας τη βουλγαρική δραστηριότητα στη νότια και κεντρική Μακεδονία.[81]

Βαλκανικοί Πόλεμοι

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913 οδήγησαν στον τερματισμό της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή και την απελευθέρωση μεγάλου τμήματός της. Από τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας το 51% προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, το 38% στη Σερβία και το 10% στη Βουλγαρία. Η νότια Μακεδονία, που περιήλθε στην Ελλάδα, ταυτιζόταν περίπου με τα όρια της Μακεδονίας των κλασικών χρόνων και περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της ζώνης για την οποία αντιδικούσαν Έλληνες και Βούλγαροι.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και των Βαλκανικών Πολέμων αρκετοί σλαβόφωνοι Μακεδόνες μετανάστευσαν προς τη Βουλγαρία ή την Αμερική λόγω της πολιτικής κατάστασης αλλά και της οικονομικής δυσπραγίας. Η σύνθεση του πληθυσμού της Μακεδονίας άλλαξε σημαντικά μετά το 1914 και ιδίως κατά τη δεκαετία του 1920 λόγω της εγκατάστασης Ελλήνων προσφύγων από τη Θράκη, τη Μικρά Ασία και τον Καύκασο. Ως λόγοι της μετανάστευσης των σλαβοφώνων θεωρούνται το ισχυρό βουλγαρικό τους φρόνημα, η διευκόλυνση της μετεγκατάστασής τους από τη Βουλγαρία, και οι πιέσεις από τους Έλληνες πρόσφυγες. Το ελληνικό κράτος, πριν ακόμα από την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, για να περάσουν τον χειμώνα χιλιάδες γυναικόπαιδα και γέροντες, τους εγκατέστησε σε σπίτια Ελλήνων, Τούρκων, Σλαβόφωνων και Ισραηλιτών. Αυτό ανάγκασε πολλούς σλαβόφωνους να μεταναστεύσουν.[83]

Μετακινήσεις πληθυσμών και εγκατάσταση προσφύγων

 
Πρόσφυγας στη Θεσσαλονίκη (1923).

Με τη Συνθήκη του Νεϊγύ το 1919, μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας αφενός πολλοί κάτοικοι της Μακεδονίας, βουλγαρικής συνείδησης προσέφυγαν στη Βουλγαρία και αφετέρου Έλληνες κάτοικοι της βορειοδυτικής Μακεδονίας (Άνω Τζουμαγιά, Άνω Νευροκόπι, Πετρίτσι, Μελένικο κ.λ.π.) αλλά και οι Έλληνες από την Ανατολική Ρωμυλία εγκαταστάθηκαν στην ελεύθερη Μακεδονία. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία χιλιάδων οικογένειες Ελλήνων Μικρασιατών. Με τη συμφωνία για την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923-24, Τούρκοι αναχώρησαν για την Τουρκία και στη θέση τους εγκαταστάθηκαν Έλληνες από τη Μικρά Ασία (Ιωνία, Καππαδοκία, Βιθυνία, Λυκαονία), τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και την Ανατολική Θράκη. Η Μακεδονία είχε πλέον ομογενοποιηθεί πληθυσμιακά και το 1926 οι Έλληνες ξεπερνούσαν το 88% του πληθυσμού.

Σύγχρονη κατάσταση

Η νεώτερη περιοχή της Μακεδονίας υπερβαίνει την αρχαία Μακεδονία και εκτείνεται ως επί το πλείστον στην επικράτεια τριών γειτονικών κρατών. Στην Ελλάδα ανήκει έκταση ίση με το 52,4% της περιοχής, στην οποία κατοικεί το 52,9% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής και διοικητικά χωρίζεται σε τρεις Περιφέρειες: της Κεντρικής Μακεδονίας, της Δυτικής Μακεδονίας και εν μέρει της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στη Βόρεια Μακεδονία ανήκει το 38%, και στη Βουλγαρία περίπου το 10%, στην περιοχή του Μπλαγκόεβγκραντ. Το ελληνικό κομμάτι ή διαμέρισμα της Μακεδονίας αναφέρεται κάποτε (αποκλειστικά από τους μη Έλληνες) σαν «Ελληνική Μακεδονία» ή «Μακεδονία του Αιγαίου», η Βόρεια Μακεδονία ως «Μακεδονία του Βαρδάρη» ή «Νότια Σερβία», και το βουλγαρικό κομμάτι ως «Μακεδονία του Πιρίν» και ως Επαρχία Μπλαγκόεβγκραντ.

Κατανομή πληθυσμού

 
Θεσσαλονίκη
 
Σκόπια
 
Μπίτολα
 
Μπλαγκόεβγκραντ


Δείτε επίσης

Σημειώσεις

  1. ^ Οι λίμνες αναφέρονται με στοιχεία {υψόμετρο/έκταση σε τετραγωνικά χιλιόμετρα (ελληνική)/μέγιστο βάθος σε μέτρα}
  2. ^ Ελώδης λίμνη με πυκνούς καλαμιώνες περίφημη κρύπτη κατά τον Μακεδονικό αγώνα 1900-1908 και των αντάρτικων σωμάτων των Μακεδονομάχων και Βουλγάρων κομιτατζήδων βαμμένη με πολύ αίμα σε θανάσιμες ενέδρες αποφασιστικών αντιπάλων. Αποκαλύπτεται στο μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα στα «Μυστικά του Βάλτου». Από το 1930 με πρωτοβουλία του Ε. Βενιζέλου ξεκίνησαν έργα αποξήρανσης με ίδια ευτυχώς τύχη της ελώδους λίμνης του Αχινού (Ανατ. Μακεδονία) και των δίδυμων λιμνών Αρζάνης - Αματόβου στον νομό Κιλκίς.

Παραπομπές

  1. Wilkinson 1951, σελ. v, 1: "Η Μακεδονία ως περιοχή δεν μπορεί να οριστεί για έναν αριθμό από λόγους. Μετά βίας μπορούν να βρεθούν δύο ειδικοί ή αρμόδιοι να συμφωνήσουν στον ακριβή ορισμό των ορίων της, αν και πολλοί συμφωνούν στη γενική θέση της. [...] η έναρξη του 19ου αιώνα βρήκε ακόμα πολλούς Δυτικο-ευρωπαίους μελετητές να σκέπτονται τη βαλκανική γεωγραφία με όρους του Πτολεμαίου και του Στράβονα. Η Μακεδονία γι' αυτούς σήμαινε τη ρωμαϊκή επαρχία, περιβαλλόμενη από φυσικά ορεινά σύνορα τοποθετημένα με γεωμετρική ακρίβεια σε όλες τις πλευρές - η Πίνδος, ο Σκάρδος, η Ροδόπη. Αυτές οι κάπως υπεραπλουστευμένες ερμηνείες μπορεί να είναι οι ρίζες της σύγχρονης τάσης να ορίζεται η Μακεδονία σαν "φυσική περιοχή", μια τάση εμφανής στις εργασίες όχι μόνο Βουλγάρων, αλλά και Βρετανών, Αμερικανών, Γάλλων, Ιταλών και Γερμανών γεωγράφων. Η χρήση των όρων "φυσικά" όρια και "φυσική" περιοχή σε συνδυασμό με αυτούς τους ορισμούς είναι πολύ παραπλανητική, λαμβάνοντας υπόψη την ποικιλότητα των δομών, το ανάγλυφο και το κλίμα μέσα σ' αυτή την περιοχή, καθώς και την αμφισβητούμενη ιδιότητα των λεγόμενων ορίων".
  2. 2,0 2,1 Livanios, Dimitris (2008). The Macedonian Question. Britain and the Southern Balkans 1939–1949. Οξφόρδη: Oxford University Press. σελ. 3. For most scholars, the geographical boundaries of Macedonia are the ˇSar mountains to the north, the lakes of Ochrid and Prespa to the west, the Pindus range, Mount Olympos and the Aegean Sea to the south, and, to the east, the Rila and Rhodope mountains and the river Nestos. 
  3. John S. Koliopoulos· Thanos M. Veremis (2010). Modern Greece: A History since 1821. Chichester: Wiley-Blackwell. σελ. 48. its northern limits were the extended boundaries of Roman times, as set down by the learned geographer of the first century AD Strabo on Scardus Mts or Shar Planina, well to the north of the boundaries in Philip’s time 
  4. Jelavich, Barbara (1983). History of the Balkans: Twentieth Century. 2. Κέημπριτζ: Cambridge University Press. σελ. 89. The region [=η Μακεδονία] is generally considered to be bounded on the north by the Sar Mountains; on the east by the Rhodope Mountains; on the south by the Aegean Sea, Mt. Olympus, and the Pindus range; and on the west by Lake Ohrid. 
  5. 5,0 5,1 5,2 Dakin 1966, σελ. 3
  6. 6,0 6,1 Κολιόπουλος 2003, σελ. 120-1.
  7. Wilkinson 1951, σελ. 1-3.
  8. 8,0 8,1 Wilkinson 1951, σελίδες 3-5
  9. Dakin 1966, σελ. 4
  10. 10,0 10,1 Hatzopoulos 2011, σελ. 35
  11. Κολιόπουλος 2003, σελ. 41-2.
  12. Hatzopoulos 2011, σελ. 36
  13. 13,0 13,1 Κολιόπουλος 2003, σελ. 42.
  14. 14,0 14,1 Wilkinson 1951, σελ. 1.
  15. 15,0 15,1 Λιβιεράτος Ευάγγελος, Παλιαδέλη Χρυσούλα, "Ευρωπαϊκή χαρτογραφία και πολιτική: Η περίπτωση της Μακεδονίας", εκδ. ΖΗΤΗ, 2013, σ. 12.
  16. Engels 2010, σελ. 88
  17. Τίτος Λίβιος, Ab Urbe Condita, XLV 30: «Quanta Macedonia esset [...] Macedones quoque ignorabant»
  18. Ρίζος-Ραγκαβής 1888, σελ. 617· Howatson 1996 (1989), σελ. 477.
  19. Desdevises du Dezert (1863). Geographie ancienne de la Macédoine. Παρίσι: Durand. σελίδες 9–10. 
  20. Τάσος Κωστόπουλος (24-06-2018). «Τα βαφτίσια της «μη Μακεδονίας»». Η Εφημερίδα των Συντακτών. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-07-28. https://web.archive.org/web/20190728075946/https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/155027_ta-baftisia-tis-mi-makedonias. Ανακτήθηκε στις 28-11-2019. 
  21. Καράβας 2004, σελίδες 164-167 Ο ΙΟΣ (24-2-2001). «Ο Παπαρρηγόπουλος απαντά στον κ. Παπαθεμελή». Ελευθεροτυπία. http://www.iospress.gr/mikro2001/mikro20010224.htm. Ανακτήθηκε στις 28-11-2019. 
  22. Καράβας 2019, σελ. 56-57, 63-64, 147
  23. «Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου Μαρία, "Συμβολή στην έρευνα για την εθνολογική κατάσταση της Μακεδονίας πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, σ. 332, και χάρτης 2 (σ. 362), Δωδώνη 20/1 (1994) και στον τόμο "Βυζάντιο και Σλάβοι-Ελλάδα και Βαλκάνια (6ος-20ος αι.)", σ. 351-382» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 10 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2019. 
  24. Κολιόπουλος 2003, σελ. 17-19.
  25. Κολιόπουλος 2003, σελ. 15-6, 79.
  26. Gounaris 1995, σελ. 410-1, Κολιόπουλος 2003, σελ. 80-1.
  27. Κολιόπουλος 2003, σελ. 80, 22.
  28. Γούναρης 1994, σελ. 211-212, Κολιόπουλος 2003, σελ. 104, 16.
  29. Γούναρης 1994, σελ. 211-212, Κολιόπουλος 2003, σελ. 81.
  30. Κολιόπουλος 2003, σελ. 108.
  31. Κολιόπουλος 2003, σελ. 108-9, 81.
  32. Κολιόπουλος 2003, σελ. 109-10.
  33. Κολιόπουλος 2003, σελ. 110.
  34. Κολιόπουλος 2003, σελ. 81.
  35. Γούναρης 1994, σελ. 211-212, Κολιόπουλος 2003, σελ. 16-17, 111-112
  36. Κολιόπουλος 2003, σελ. 16, Gounaris 1995, σελ. 410-1.
  37. Κολιόπουλος 2003, σελ. 80, 87, 104-5, 111-2
  38. Κολιόπουλος 2003, σελ. 81-82
  39. Κολιόπουλος 2003, σελ. 101-3, Gounaris 1995, σελ. 418.
  40. Κολιόπουλος 2003, σελ. 102-3.
  41. Gounaris 1995, σελ. 418.
  42. Γούναρης 2008, σελ. 185-6.
  43. Γούναρης 2008, σελ. 185.
  44. Γούναρης 2008, σελ. 186-8, Κολιόπουλος 2003, σελ. 42-7.
  45. Γούναρης 2008, σελ. 188-90.
  46. Γούναρης 2008, σελ. 190-1, Κολιόπουλος 2003, σελ. 61.
  47. History of Macedonia 1354-1833, A. Vacalopoulos
  48. History of Macedonia 1354-1833, A. Vacalopoulos
  49. Χιονίδης, 128-9
  50. Χιονίδης, 129-30.
  51. Γεώργιος Χ. Χιονίδης, διάλεξη: Τα ληφθέντα υπό των Τούρκων μέτρα κατά των Ελλήνων επαναστατών του 1821 εις την Μακεδονίαν (ανάτυπον από Μακεδονικά ΙΑ΄ τεύχος. 27), Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 130.
  52. Απόστολος Βακαλόπουλος (1978). «Η μορφή του Μακεδόνα αγωνιστή του 1821 εμπνέει τον ποιητή Αλέξανδρο Σούτσο και έμμεσα τον ζωγράφο Θεόδωρο Βρυζάκη». Μακεδονικά 18 (1): 36-45. doi:10.12681/makedonika.486. https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/makedonika/article/view/6047/5785/. 
  53. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 25, Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 201.
  54. Γούναρης 2008, σελ. 191.
  55. Γούναρης 2008, σελ. 191-2.
  56. Κολιόπουλος 2003, σελ. 49-51.
  57. Κολιόπουλος 2003, σελ. 51-2.
  58. Κολιόπουλος 2003, σελ. 56-62, Γούναρης 2008, σελ. 192.
  59. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 32, Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 201.
  60. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 32
  61. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 47.
  62. 62,0 62,1 62,2 62,3 Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 49.
  63. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 47-8, Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 280.
  64. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 49-50.
  65. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 49, Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 253.
  66. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 48.
  67. Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 245.
  68. Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 253-4, Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 337.
  69. Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 280.
  70. Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 337.
  71. Γούναρης, Βασίλης Κ. (2010). Το Μακεδονικό Ζήτημα από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα: Ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. σελίδες 15–6. 
  72. Wilkinson 1951, σελίδες 121, 137, 138
  73. Wilkinson 1951, σελίδες v, 1.
  74. Joëlle Dalègre, « "À la recherche des Macédoniens" : le regard des cartes, 1840-1918 », Cahiers balkaniques, 38-39 | 2011, 115-126. Παρ. 9
  75. Demeter, Gábor – Bottlik, Zsolt – Csaplár-Degovics, Krisztián, ETNIC MAPS AS INSTUMENTS OF NATION –BUILDINGON THE BALKANS (1900-1914).THE AUSTRO-HUNGARIAN EXPERIENCE, Skopje 2015, σ. 87
  76. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 79, Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 280.
  77. Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 280-1.
  78. Livanios 2008, σελίδες 17–9, Kostopoulos 2016, σελίδες 143–5. Για μία ανάλυση της δράσης της ΕΜΕΟ με άξονα την τρομοκρατία, βλ. Perry 1988. Για κριτική, βλ. Kostopoulos 2016, σελίδες 146–9.
  79. Vermeulen 1984, σελ. 240, Kostopoulos 2016, σελίδες 145–6
  80. 80,0 80,1 Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 79.
  81. 81,0 81,1 Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 281.
  82. Koliopoulos & Veremis 2010, σελ. 79, Koliopoulos & Veremis 2002, σελ. 212-3.
  83. Κοντογιώργη Ελισάβετ, "Σλαβόφωνοι και πρόσφυγες. Κοινωνικές, δημογραφικές και εθνολογικές πλευρές του Μακεδονικού Ζητήματος κατά τη μεσοπολεμική περίοδο", Βαλκανικά Σύμμεικτα, τχ. 10, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 202, 205
  84. [1]

Βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

  NODES
Done 2
eth 2
Story 7