Σουπιά
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η σουπιά (επιστημονική ονομασία sepia, ελλ. σηπία) είναι γένος μαλακίων της τάξης των Σηπιιδών Sepiida ομοταξίας των κεφαλοπόδων. Ανήκει στην τάξη των Δεκαπόδων και απαντάται στις εύκρατες και ζεστές θάλασσες. Η κύρια τροφή της είναι μικρά ψάρια αλλά και γαρίδες. Ζει σε βάθος μέχρι 100 μέτρα. Αλιεύεται με δίχτυα, καμάκι και με ξυλοσουπιά. Εκτός από το κρέας της, το όστρακό της χρησιμοποιείται στη χρυσοχοΐα ως καλούπι, για τη λείανση των μετάλλων πριν ελαιοχρωματιστούν και (σε σκόνη) για την παραγωγή οδοντόκρεμας. Το πλέον γνωστό είδος είναι η σουπία η φαρμακευτική.
Σουπιά |
---|
Συστηματική ταξινόμηση |
|
Περιγραφή
ΕπεξεργασίαΈχει σώμα ωοειδές, που περιβάλλεται από έναν μανδύα. Στο κεφάλι της έχει δύο μεγάλα μάτια σε πλευρική θέση και στο εμπρόσθιο τμήμα του κεφαλιού φέρει δέκα πλοκάμια, από τα οποία τα οκτώ έχουν μέσα τους μυζητικά νήματα και είναι μικρότερα από τα άλλα δύο. Τα μεγαλύτερα πλοκάμια συντελούν στη σύλληψη της λείας και έχουν σχήμα ροπάλου. Όταν βρίσκονται σε κατάσταση ηρεμίας παραμένουν σε συστολή, σε αντίθεση με την αστραπιαία κίνηση που κάνουν όταν έρχεται κάποια λεία, την οποία αρπάζουν. Στο στόμα φέρει ισχυρά κεράτινα σαγόνια, που σχηματίζουν ένα είδος ράμφους και ένα εξόγκωμα με σειρές οδοντώσεων από χιτίνη. Επίσης, το σώμα της παρουσιάζει δύο μικρά ελάσματα, που λέγονται πτερύγια και με αυτά μετακινείται το μαλάκιο. Ο κοιλιακός σάκος καταλήγει σε έναν αγωγό που έχει κωνικό σχήμα και βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς. Ο τελευταίος κατευθύνεται προς τα μπρος και βοηθά στο να εκσφενδονίζει η σουπιά το μελάνι της προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Στον κωνικό αγωγό καταλήγουν οι εκκρίσεις από το μελανηφόρο αδένα και τα απορρίμματα του μεταβολισμού. Κάτω από το δέρμα της ράχης η σουπιά έχει το λεγόμενο σουπιοκόκαλο, όπως ονομάζεται το όστρακο του κεφαλοπόδου. Το όστρακο αυτό έχει ασβεστολιθική σύσταση και συγκρατεί ολόκληρο το σώμα, χάρη στο ωοειδές του σχήμα. Επίσης, έχει πόρους γεμάτους οξυγόνο.
Αναπνευστικό και κυκλοφορικό σύστημα
ΕπεξεργασίαΟι σουπιές έχουν δύο βράγχια στην κοιλότητα του μανδύα τους. Με αυτά αναπνέουν. Η καρδιά τους έχει δύο κόλπους, όπου καταλήγουν τα αγγεία που προέρχονται από τα βράγχια, και μία κοιλία. Από την τελευταία διακλαδίζονται η εμπρόσθια και η οπίσθια αορτή.
Αναπαραγωγή
ΕπεξεργασίαΓεννούν αυγά που έχουν σφαιρικό σχήμα, τα οποία αποθέτουν σε διάφορα υπολείμματα φυτών. Η διαδικασία της εναπόθεσης γίνεται σε ομάδες.
Άμυνα
ΕπεξεργασίαΟι σουπιές διαθέτουν την ικανότητα να αλλάζουν το χρώμα τους ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Αυτό το πετυχαίνουν με τη συστολή ή διαστολή των χρωματοφόρων αδένων, που διαθέτουν στο μανδύα τους. Επίσης μπορούν να προστατευθούν πετάγοντας μελάνι όταν κινδυνεύουν.
Μελάνι
ΕπεξεργασίαΌπως και άλλα θαλάσσια μαλάκια, οι σουπιές έχουν αποθήκες ενός σκουρόχρωμου μελανιού, πλούσιο σε άλατα αμμωνίου και αμινοξέα. Το μελάνι της σουπιάς χρησιμοποιείται για χημική αποτροπή και άμυνα προκαλώντας διάσπαση της προσοχής αυτών που τους επιτίθενται. Το μελάνι εκτοξεύεται δημιουργώντας μια θολούρα στο νερό «προπέτασμα καπνού» επιτρέποντας στην σουπιά να διαφύγει. Επίσης, μπορεί να απελευθερωθεί ως ψευδόμορφη εικόνα στο νερό παρόμοιου μεγέθους με τη σουπιά, λειτουργώντας ως δόλωμα ενώ η σουπιά κολυμπάει μακριά.
Το μελάνι της σουπιάς έχει διάφορες χρήσεις. Μια κοινή χρήση με το μελάνι καλαμαριού είναι στο μαγείρεμα για να σκουρύνει και να αρωματίσει το ρύζι και τα ζυμαρικά. Προσθέτει μια μαύρη απόχρωση και μια γλυκιά γεύση στο φαγητό. Εκτός από τα τρόφιμα, το μελάνι σουπιάς μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πλαστικά και χρώση υλικών. Η ποικιλόμορφη σύνθεση του μελανιού σουπιάς και η βαθιά πολυπλοκότητα των χρωμάτων του, επιτρέπουν την αραίωση και την τροποποίηση του χρώματός του. Το μελάνι σουπιάς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή μη ιριδίζοντος κόκκινου, μπλε και πράσινου χρώματος και στη συνέχεια χρησιμοποιείται για βιομιμητικά χρώματα και υλικά.
Το μελάνι της σουπιάς χρησιμοποιείτο για την συγγραφή κωδίκων σε ολόκληρη την Ανατολική Ρωμαική Αυτοκρατορία. Σε τέτοιες περιπτώσεις το μελάνι από σκούρο όταν στεγνώσει λαμβάνει ένα κοκκινοκαφέ χρώμα, γνωστό ως σηπία (αγγλ. Sepia, που είναι η λατινοποιημένη μορφή του ελληνικού σηπία, sēpía, σουπιά).
Βιβλιογραφία
Επεξεργασία- Συλλογικό έργο, Εγκυκλοπαίδεια 2002, τ. 18, σελ. 291, εκδ. 1984.