Ταρ
Το αζέρικο ταρ και οι δεξιότητες που σχετίζονται με αυτήν τη μουσική παράδοση διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτισμικής ταυτότητας των Αζέρων. Το ταρ είναι ένας τύπος νυκτού λαούτου με μακρύ λαιμό, που κατασκευάζεται παραδοσιακά και εκτελείται από τοπικές κοινότητες σε ολόκληρη την έκταση της Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Το ταρ παίζεται μόνο του ή με άλλα μουσικά όργανα σε πολλά παραδοσιακά είδη μουσικής. Θεωρείται επίσης από πολλούς ως το κορυφαίο μουσικό όργανο της χώρας.
Το 2012, η κατασκευή και ερμηνεία του ταρ προστέθηκε από την UNESCO στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας. [1]
Κατασκευή
ΕπεξεργασίαΟι κατασκευαστές ταρ μεταδίδουν την τέχνη τους σε μαθητευόμενους από γενιά σε γενιά, συχνά εντός της οικογένειας. Η κατασκευή ξεκινά με την προσεκτική επιλογή των υλικών για το όργανο: ξύλο μουριάς για το κυρίως σώμα, ξύλο καρυδιάς για τον λαιμό και ξύλο αχλαδιάς για τα κλειδιά. Με τη χρήση διαφόρων εργαλείων, οι τεχνίτες δημιουργούν ένα κοίλο σώμα με τη μορφή ενός οχταριού, το οποίο, στη συνέχεια, καλύπτεται με το λεπτό περικάρδιο ενός βοδιού. Ο λαιμός είναι κολλημένος στο σώμα και πάνω του προστίθενται μεταλλικές χορδές.
Μουσική ερμηνεία
ΕπεξεργασίαΟι ερμηνευτές του ταρ κρατούν το όργανο οριζόντια, πάνω στο στήθος τους, και κρούουν τις χορδές με μια πένα, ενώ χρησιμοποιούν τρίλιες και ποικίλες άλλες τεχνικές για να προσθέσουν χρώμα στη μουσική τους ερμηνεία. Το παίξιμο του ταρ κατέχει ουσιαστική θέση σε γάμους και σε άλλες κοινωνικές συγκεντρώσεις, εορταστικές εκδηλώσεις και δημόσιες συναυλίες. Οι οργανοπαίκτες μεταδίδουν τις δεξιότητές τους σε νέους της κοινότητάς τους από στόμα σε στόμα, μέσω επιδείξεων αλλά και σε εκπαιδευτικά μουσικά ιδρύματα.
Ιστορία
ΕπεξεργασίαΣτο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το ταρ υποβλήθηκε σε διάφορες μετατροπές. Ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς - ερμηνευτές, ο Μίρζα Σαντίγκ ή αλλιώς Σαντιγκτζάν (1846-1902) εισήγαγε αλλαγές στην παραδοσιακή δομή αλλά και τη μορφή του ταρ, αυξάνοντας τον αριθμό των χορδών του, ο οποίος έφτασε τις έντεκα. Ο ίδιος, επιπλέον, έχει αλλάξει τον τρόπο ερμηνείας του οργάνου, ανεβάζοντας το ταρ με τα γόνατα προς το στήθος του ερμηνευτή. [2]
Κατά τον 20ό αιώνα, η ερμηνεία του ταρ γνωρίζει νέα άνθηση. Για παράδειγμα, το ταρ παίρνει το προβάδισμα στην ορχήστρα λαϊκών μουσικών οργάνων, που δημιουργήθηκε το 1931 με πρωτοβουλία του Ουζεγίρ Χατζιμπέγιοφ και του Μουσλίμ Μαγκομάγιεφ, των μεγαλύτερων Αζέρων συνθετών και προσωπικοτήτων των αρχών του 20ού αιώνα. Η σχολή παρτιτούρας για την ερμηνεία παραδοσιακών οργάνων που εγκαινίασε ο Ουζεγίρ Χατζιμπέγιοφ επέκτεινε κι άλλο τις τεχνικές και καλλιτεχνικές δυνατότητες του οργάνου. [2]
Στην αζέρικη μουσική, το ταρ χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως βασικό όργανο στα τρίο των λεγόμενα τραγουδιών mugham, μαζί με τα όργανα καμάντσα (kamancha) και ντέφι (daf). Το ταρ, ως μέρος του τρίο mugham και ως σόλο όργανο, συνεχίζει μέχρι σήμερα να παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημοφιλή τέχνη του mugham. [2]
Το ταρ κρατιέται οριζόντια πάνω στο στήθος του οργανοπαίκτη και, ενώ διατηρείται εκεί με το δεξί χέρι. Η ερμηνεία του αρχίζει κρούοντας τη χορδή με την πένα που κρατιέται ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του αριστερού χεριού. Προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης αξιοποίηση του ηχητικού εύρους ενός ταρ, ο οργανοπαίκτης χρησιμοποιεί διαφορετικές πένες καθώς και διάφορους τρόπους κρούσης και ποικιλία από τρίλιες. Το εύρος τονικότητας του ταρ είναι χρωματικό και καλύπτει δυόμισι οκτάβες.