Ο Χρυσαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aquila chrysaetos και περιλαμβάνει 6 υποείδη.[2][3]

Χρυσαετός
Ενήλικος χρυσαετός (υποείδος A. c. chrysaetos)
Ενήλικος χρυσαετός (υποείδος A. c. chrysaetos)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1]
Γένος: Αετός (Aquila) Brisson, 1760 F
Είδος: A. chrysaetos
Διώνυμο
Aquila chrysaetos (Αετός ο χρυσαετός)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Aquila chrysaetos canadensis
Aquila chrysaetos chrysaetos
Aquila chrysaetos daphanea
Aquila chrysaetos homeyeri
Aquila chrysaetos japonica
Aquila chrysaetos kamtschatica

Aquila chrysaetos

Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος A. c. chrysaetos αλλά, εκτός από το συγκεκριμένο υποείδος που παραμένει στη χώρα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους ως επιδημητικό, υπάρχουν και άτομα του υποείδους A. c. homeyeri που περνάνε από τον ελληνικό χώρο κατά τη μετανάστευσή τους προς ανατολάς,[2][4] ιδιαίτερα στην Κρήτη.

  • Για αιώνες, το είδος αυτό ήταν από εκείνα που χρησιμοποιούνταν ευρέως στην ιερακοθηρία, με το ευρασιατικό υποείδος να έχει γίνει θρύλος, επειδή ήταν ικανό να θηρεύει ακόμη και λύκους, σε ορισμένες επικράτειες. Γι’ αυτό και ο χρυσαετός αντιμετωπίζεται ακόμη και σήμερα με μεγάλη «μυστικιστική» ευλάβεια σε κάποιες αρχαίες φυλές ιθαγενών. Αποτελεί ένα από τα πιο εκτενώς μελετημένα αρπακτικά πτηνά στον κόσμο σε ορισμένα τμήματα του φάσματος κατανομής του, όπως στις Δ. ΗΠΑ και τη Δ. Ευρασία. Δεν είναι τυχαίο ότι, στις περισσότερες χώρες στις οποίες απαντά, η γενική ονομασία αετός, συμπίπτει με τον χρυσαετό.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

Επεξεργασία
  • Σταθερή → [5]

Ονοματολογία

Επεξεργασία

Η λατινική λέξη Aquila για το σημαντικότερο γένος αετών, αντιστοιχεί στην ελληνική Αετός, προέρχεται από το aquilus «σκοτεινόχρωμος» και, πιθανόν, σχετίζεται με τον συνηθέστερο χρωματισμό του πτερώματος του πτηνού, που είναι σκούρος.[6][7]

Και οι τρεις ονομασίες του είδους, η λατινική chrysaetos, η αγγλική (Golden Eagle) και η ελληνική, παραπέμπουν ευθέως στη χρυσαφένια απόχρωση τού τραχήλου τού πτηνού.

Συστηματική ταξινομική

Επεξεργασία

Ο χρυσαετός περιγράφηκε από τον Λινναίο, στο έργο του Systema Naturae ως Falco chrysaetos (Σουηδία, 1758).[8] Αργότερα μεταφέρθηκε στο νέο γένος Aquila από τον Γάλλο ορνιθολόγο Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806), το 1760.[9] Τελευταίες έρευνες δείχνουν ότι αποτελεί υπερείδος (superspecies), μαζί με τα είδη Aquila verreauxii, Aquila gurneyi και Aquila audax.[10]

Οι μεγαλύτεροι χρυσαετοί της Γαλλίας (πιθανότατα και αλλού) από το Μέσο Πλειστόκαινο αναφέρονται ως το παλαιοϋποείδος (paleosubspecies) Aquila chrysaetos bonifacti, ενώ τα τεράστια δείγματα του Ύστερου Πλειστόκαινου από την Κρήτη έχουν κατονομαστεί ωςAquila chrysaetos simurg.[11][12] Ομοίως, ένας αρχέγονος χρυσαετός, με βαρύτερο, ευρύτερο κρανίο, μεγαλύτερες πτέρυγες και κοντύτερους ταρσούς από τα αρτίγονα πτηνά, έχει βρεθεί στο La Brea Tar Pits της Ν. Καλιφόρνιας.[13]

  • Ερευνάται και η περίπτωση ενός ακόμη υποείδους, το οποίο ζει στην Αιθιοπία και δεν έχει ονομαστεί ακόμη, λόγω ελλιπών στοιχείων. Προς το παρόν, συμπεριλαμβάνεται στο A. c. homeyeri.[10]

Γεωγραφική εξάπλωση

Επεξεργασία
 
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Aquila chrysaetos
Πράσινο σκούρο = Όλο το έτος (επιδημητικό)
Πράσινο ανοικτό = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης
Μπλέ: Περιοχές διαχείμασης

Ο χρυσαετός είναι, ίσως, το δημοφιλέστερο αρπακτικό πτηνό που απαντά στo Βόρειο Ημισφαίριο, (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική, Ινδομαλαϊκή και Νεαρκτική, είτε ως επιδημητικό πτηνό, είτε ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος ή χειμερινός επισκέπτης. Η ολική επικράτειά του περιλαμβάνει και τις τρεις προαναφερθείσες κατηγορίες μετακίνησης, σε ζώνες που συνδέονται μεταξύ τους και, σε πολλές περιπτώσεις, δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα σε ποια κατηγορία ανήκει ένα άτομο που παρατηρείται στο πεδίο, λόγω της ανάμιξης των πληθυσμών. Εξαιρούνται οι ζώνες που βρίσκονται στα απώτατα βόρεια όρια (Καναδάς και Σιβηρία), στις οποίες ανευρίσκονται αναπαραγωγικοί καλοκαιρινοί πληθυσμοί. Σε γενικές γραμμές, το αμερικανικό υποείδος αναπαράγεται τα καλοκαίρια σε όλο τον Καναδά -πλην Νέας Σκωτίας- ενώ, νοτιότερα, στις ΗΠΑ και το Μεξικό, απαντά ως επιδημητικό και διαχειμάζον πτηνό.

Στην Ευρώπη, με εξαίρεση κάποιες βορειοκεντρικές χώρες, όπως Ολλανδία, Βέλγιο κλπ, και την Ισλανδία, ο χρυσαετός βρίσκεται σε μικρότερους ή μεγαλύτερους πληθυσμούς σε όλες τις υπόλοιπες, είτε ως μόνιμος κάτοικος, είτε ως χειμερινός επισκέπτης. Το ίδιο ισχύει για την Ασία, όπου καταλαμβάνει όλες σχεδόν τις περιοχές από την τάιγκα και νοτιότερα, με εξαίρεση το μεγαλύτερο μέρος της ινδικής υποηπείρου, της Ινδοκίνας και της Ινδονησίας, φθάνοντας μέχρι την Ιαπωνία.

Στην Αφρική, τέλος, ο χρυσαετός απαντά ως καθιστικό πτηνό σε μικρές διάσπαρτες περιοχές, στο Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία, τη Λιβύη, τη χερσόνησο του Σινά, το Μάλι, τη Μαυριτανία και τέλος την Αιθιοπία, όπου υπάρχει πιθανόν, ξεχωριστό μη προσδιορισμένο υποείδος. [14]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Aquila chrysaetos canadensis Αλάσκα και ΒΔ Καναδάς, νότια προς Δ ΗΠΑ και Κ Μεξικό (Γουαδαλαχάρα, Ταμπίκο), ανατολικά προς Β Κεμπέκ και Λαμπραντόρ Κ και ΒΑ ΗΠΑ Το πλέον πολυπληθές υποείδος. Δεν φαίνεται να ακολουθεί τον Κανόνα του Μπέργκμαν. Έχει μέγεθος μεταξύ του 2 και του 4, αλλά με μεγάλη αλληλοεπικάλυψη. Ράχη σκούρα καφέ προς μαυριδερή. Κοκκινοσκωριόχρωμα, μακριά φτερά τραχήλου, λίγο στενότερα και σκουρότερα από εκείνα του 2
2 Aquila chrysaetos chrysaetos ΒΔ, Κ και Ν Ευρώπη (Ηνωμένο Βασίλειο, Σκανδιναβία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Βαλτικές Χώρες, Ρουμανία, Σερβία, Βουλγαρία, Ελλάδα, ανατολικά προς Δ και Κ Σιβηρία, Οροσειρά Αλτάι, Δ Καζακστάν και λεκάνη του ποταμού Γενισέι Μέσο μέγεθος και το πλέον ανοικτόχρωμο υποείδος, χρυσοκαφετί άνω επιφάνεια. Χρυσαφί, πολύ μακριά φτερά τραχήλου
3 Aquila chrysaetos daphanea Κ Καζακστάν, Α Ιράν, οροσειρές Κ Ασίας, Ιμαλάια, (Β Πακιστάν, Μπουτάν), ανατολικά προς Δ και Κ Κίνα και ΒΑ Μιανμάρ Το μεγαλύτερο και δεύτερο σκουρότερο υποείδος, σχεδόν μαύρο στη ράχη. Μέτωπο και στέμμα σκούρα με μαυριδερή κορυφή στην άκρη του στέμματος. Φτερά τραχήλου με μήκος παρόμοιο με το 4 και έντονο καφεκόκκινο χρώμα
4 Aquila chrysaetos homeyeri Ιβηρική χερσόνησος, και Β Αφρική, μεγάλα νησιά της Μεσογείου (και στην Κρήτη), ανατολικά προς Μικρά Ασία, Μέση Ανατολή, Αραβία, Καύκασο, Ιράν, Α Ουζμπεκιστάν και ΝΔ Καζακστάν Υπάρχει διακριτός πληθυσμός στην Αιθιοπία, που μπορεί να συνιστά ξεχωριστό υποείδος. Ελαφρώς μικρότερο αλλά σκουρότερο από το 2. Μέτωπο και στέμμα με χρώμα σκούρο καφέ. Σκωριόχρωμα, σχετικά κοντά φτερά τραχήλου
5 Aquila chrysaetos japonica Κορέα και Β Ιαπωνία (Χονσού, Χοκάιντο, Κιούσου Ευρυενδημικό στην περιοχή Το μικρότερο και σκουρότερο υποείδος. Ράχη και στέμμα στο χρώμα του σχιστόλιθου ή μαύρο. Φωτεινά καφεκίτρινα, σχετικά μακριά και χαλαρά φτερά τραχήλου, Εκτεταμένες λευκές περιοχές στα εσωτερικά φτερά της ουράς
6 Aquila chrysaetos kamtschatica Δ και Κ Σιβηρία, Μογγολία και ΒΑ Κίνα, ανατολικά προς Καμτσάτκα και Ρωσική Άπω Ανατολή Παρόμοιο σε μοτίβα και χρώματα με το 1, αλλά μεγαλύτερο, με εκπέτασμα σχεδόν όπως του 3

Πηγές:[10][15][16]

(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Επεξεργασία
 
Ο χρυσαετός στη Βόρεια Αμερική (υποείδος A. c. canadensis) είναι σαφώς πιο σκούρος από τον ευρωπαϊκό

Παρόλο που, ο χρυσαετός θεωρείται, γενικά, καθιστικό είδος, στην πραγματικότητα έχει τη συμπεριφορά ενός μερικώς μεταναστευτικού πτηνού. Μολονότι είναι καλά προσαρμοσμένο σε ψυχρά κλίματα, ωστόσο, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει εύκολα τη μείωση των διαθέσιμων πηγών τροφής στα βόρεια τμήματα της κατανομής του. Γι’ αυτό και οι πληθυσμοί που αναπαράγονται σε γεωγραφικά πλάτη μεγαλύτερα των 60° Β., είναι συνήθως μεταναστευτικά, αν και αυτό μπορεί να συμβαίνει, εν μέρει, και σε εκείνους τους πληθυσμούς που αναπαράγονται στις 50° Β., περίπου. Ακόμη και στα μεταναστευτικά τους ταξίδια, οι χρυσαετοί πετούν περισσότερο με γυροπετάγματα και αερολισθήσεις, εκμεταλλευόμενοι τα θερμικά ρεύματα, παρά με ενεργητική πτήση (φτεροκοπήματα).[17]

Στη Φινλανδία, τα περισσότερα νεαρά άτομα καλύπτουν αποστάσεις μεταξύ 1.000 και 2.000 χιλιομέτρων προς νότο, ενώ οι ενήλικες τείνουν να παραμένουν σχετικά κοντά, κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ωστόσο, οι πληθυσμοί που φωλιάζουν σε ψυχρότερα κλίματα, όπως στην Αλάσκα, τη Σκανδιναβία και τη Ρωσία, έχουν την τάση να μεταναστεύουν σε νοτιότερα σημεία λόγω της μείωσης των διαθεσίμων πηγών τροφής στα βόρεια. Ειδικά, οι χρυσαετοί που αναπαράγονται από τη Χερσόνησο Κόλα μέχρι τη Ρωσική Άπω Ανατολή, μεταναστεύουν νότια τον χειμώνα προς τις στέπες της Ρωσίας και Μογγολίας, και τις πεδιάδες της Β. Κίνας. Τα επίπεδα, ανοικτά τοπία στις περιοχές αυτές, στεγάζουν σχετικά λίγους μόνιμους χρυσαετούς αναπαραγωγής.[18]

Ομοίως, το σύνολο των πληθυσμών που αναπαράγονται στη Β. και Κ. Αλάσκα και τον Β. Καναδά μεταναστεύουν νότια. Στο όρος Lorette στην Αλμπέρτα, περίπου 4.000 άτομα μπορεί να περάσουν κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, η μεγαλύτερη αποδημία χρυσαετών που έχει καταγραφεί στην υφήλιο. Εδώ, οι οροσειρές είναι σχετικά χαμηλές και συνεχείς, κατάλληλες για να δημιουργούνται θερμικά ανοδικά ρεύματα και να καθίσταται εφικτή η μετανάστευση μεγάλων αποστάσεων.[19] Από παρατηρήσεις, τα πουλιά που είχαν εκκολαφθεί στο Εθνικό Πάρκο Denali στην Αλάσκα, ταξίδεψαν από 818 έως 4.815 χιλιόμετρα, μέχρι τις θέσεις διαχείμασης στη δυτική Βόρεια Αμερική.[17]

Αυτοί οι μετανάστες μπορούν να περάσουν τον χειμώνα οπουδήποτε, από τη Ν. Αλμπέρτα και τη Μοντάνα, μέχρι το Νέο Μεξικό και την Αριζόνα, και από την ηπειρωτική Καλιφόρνια μέχρι τη Νεμπράσκα. Οι ενήλικες που αναπαράγονται στον ΒΑ. Κόλπο Χάντσον του Καναδά, φθάνουν στις περιοχές διαχείμασης, από το Κ. Μίσιγκαν και τη Ν. Πενσυλβάνια, μέχρι τη ΒΑ. Αλαμπάμα, σε 26 έως 40 ημέρες, από τον Νοέμβριο μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου.[20] Οι ημερομηνίες αναχώρησης από τις θέσεις διαχείμασης λόγοι ποικίλλουν. Στον ΝΔ. Καναδά, τις αφήνουν λόγους από τις αρχές Απριλίου μέχρι τις αρχές Μαΐου (μέσος όρος την 21η Απριλίου), ενώ στο ΝΔ. Αϊντάχοαπό τα τέλη Μαρτίου έως τα μέσα Απριλίου (μέσος όρος την 29η Μαρτίου).[17][21]

Σε άλλες επικράτειες αναπαραγωγής του είδους, ο χρυσαετός είναι, πράγματι, επιδημητικό πτηνό και τείνει να παραμένει σε κοντινές αποστάσεις από τις θέσεις φωλιάσματος, όλο το έτος.[22] Στη Σκωτία, μεταξύ όλων των ανακτημένων από δακτυλιώσεις πτηνών, η μέση απόσταση μεταξύ δακτυλίωσης και ανάκτησης ήταν 44 χιλιόμετρα (27 μίλια), κατά μέσον όρο 63 χιλιόμετρα (39 μίλια) σε νεαρά άτομα και 36 χιλιόμετρα (22 μίλια) στα μεγαλύτερα σε ηλικία.[21] Στις ξηρές περιοχές των ΝΔ. ΗΠΑ, οι εκεί πληθυσμοί τείνουν να μετακινούνται σε μεγαλύτερα υψόμετρα όταν η εποχή αναπαραγωγής έχει ολοκληρωθεί.[23] Στη Β. Αφρική, οι πληθυσμοί αναπαραγωγής σε μικρότερα γεωγραφικά πλάτη, (π.χ. Μαρόκο), είναι ως επί το πλείστον καθιστικοί αν και, μερικές φορές, διασπείρονται μετά από την αναπαραγωγή σε περιοχές εκτός του τυπικού εύρους φωλιάσματος.[24]

Βιότοπος

Επεξεργασία
 
 
Τυπικοί οικότοποι του χρυσαετού στην Ευρώπη (πάνω στη Σκωτία, κάτω στην Ελβετία)

Ο χρυσαετός είναι είδος εξαιρετικά ευπροσάρμοστο και, έτσι, μπορεί να βρεθεί σε πολλούς και ποικίλους βιοτόπους αλλά, συνήθως, συχνάζει σε περιοχές με, λίγο-πολύ, κοινά οικολογικά χαρακτηριστικά. Έτσι, το καταλληλότερο μέρος για κυνήγι είναι οι ανοικτές ή ημι-ανοικτές περιοχές, όπου μπορεί κάποιος να τους παρατηρήσει όλο το έτος. Αυτές όμως οι περιοχές, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους, βρίσκονται σε ορεινές περιοχές, όπου μπορούν ταυτόχρονα και να φωλιάζουν στους γύρω βραχώδεις σχηματισμούς. Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητα τα μεγάλα υψόμετρα και, οι χρυσαετοί μπορούν να αναπαραχθούν και στις πεδιάδες, αν οι επί μέρους συνθήκες είναι κατάλληλες. Μπορούν επιπλέον να βρεθούν στην τούνδρα, σε θαμνώνες, σε δάση κωνοφόρων με ανοίγματα και στη στέπα, σε λιβάδια και άλλους παρόμοιους βοσκότοπους. Αν και δεν είναι, γενικά, ένα πουλί των υγροτόπων, μπορεί να περάσει μέσα από βάλτους ή και να κυνηγήσει σε αυτούς, συνήθως όταν μεταναστεύει ή διαχειμάζει. Χρυσαετοί μπορούν να βρεθούν σε υψόμετρα, από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 3700, τουλάχιστον, μέτρα.[25]

Ευρασία και Αφρική

Επεξεργασία

Στις αρκτικές παρυφές της ευρασιατικής μεγα-ηπείρου, ο χρυσαετός απαντά κατά μήκος των ορίων της τούνδρας και της τάιγκας από τη Χερσόνησο Κόλα προς το Αναντίρ στην Α. Σιβηρία, όπου φωλιάζει στα δάση και κυνηγάει πάνω από τους γειτνιάζοντες ερεικώνες. Εκεί, η τυπική βλάστηση παρεμποδίζεται στην ανάπτυξή της και εμφανίζεται κατακερματισμένη, με λάρικες να αναμιγνύονται με χαμηλούς θαμνώνες και ερεικώνες διάσπαρτους με σημύδες και ιτιές.

Στις βραχώδεις, υγρές, με θυελλώδεις καιρικές συνθήκες, χώρες των Βρετανικών Νήσων και της Δ. Σκανδιναβίας, ο χρυσαετός είναι ορεσίβιο πτηνό. Αυτές οι περιοχές περιλαμβάνουν ορεινά λιβάδια, υγρούς όξινους τυρφώνες και υπο-αρκτικούς ερεικώνες, αλλά και κατακερματισμένα δάση, συμπεριλαμβανομένων των αρκτικών δασών. Στη Δ. Ευρώπη, τα ενδιαιτήματα του χρυσαετού κυριαρχούνται από ανοικτούς, τραχείς λειμώνες, ερεικώνες και όξινους τυρφώνες, κυρίως σε περιοχές με βραχώδεις κορυφογραμμές, σπιρούνια, γκρεμούς, σάρες, πλαγιές και μεγάλα οροπέδια. Στη Σουηδία, τη Φινλανδία, τα κράτη της Βαλτικής, τη Λευκορωσία και το σύνολο, σχεδόν, της Ρωσίας, σε όλη τη διαδρομή προς τον Ειρηνικό Ωκεανό, οι χρυσαετοί απαντούν αραιά στην πεδινή τάιγκα. Αυτές οι περιοχές κυριαρχούνται από συστάδες αιθαλών δένδρων όπως πεύκα, λάρικες και ερυθρελάτες, μερικές φορές και συστάδες από σημύδες και σκλήθρα στη Ν. Σκανδιναβία και τις Βαλτικές Χώρες. Οι συγκεκριμένες θέσεις είναι, σε μεγάλο βαθμό, οριακές για το πτηνό, ιδιαίτερα όταν η δασοκάλυψη είναι αραιή και «εφάπτεται» με πιο ανοικτό περιβάλλον.

Γενικά, τα προτιμώμενα εδάφη στην τάιγκα συνίστανται από εκτεταμένους σχηματισμούς όξινων τυρφώνων που δημιουργούνται από κακώς αποστραγγιζόμενα εδάφη. Στην Κ. και Α. Ευρώπη, ο χρυσαετός, σήμερα, απαντά σχεδόν αποκλειστικά σε μεγάλες οροσειρές, όπως τα Πυρηναία, οι Άλπεις, τα Καρπάθια και ο Καύκασος. Εδώ, φωλιάζει κοντά στη γραμμή των δέντρων και κυνηγάει στα υποαλπικά και αλπικά λιβάδια, καθώς και στους βοσκότοπους και τους ερεικώνες πάνω από αυτά. Επίσης, οι χρυσαετοί εμφανίζονται και στα μεσαία ορεινά υψόμετρα κατά μήκος της Μεσογείου, από την Ιβηρική και τα Όρη του Άτλαντα στο Μαρόκο, ανατολικά προς την Ελλάδα, την Τουρκία και το Κουρδιστάν. Αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονται από σχετικά χαμηλότερα βουνά, μεσογειακή μακία γη και υπο-εύκρατα ανοικτά δάση σε διάφορα στάδια υποβάθμισης. Η τοπική βλάστηση από πεύκα και βελανιδιές, με την τεράστια ποικιλία από σκληρόφυλλους θάμνους είναι καλώς προσαρμοσμένη στην παρατεταμένη καλοκαιρινή ξηρασία.

Από το Κουρδιστάν και τη Ν. Κασπία Θάλασσα προς τους πρόποδες της οροσειράς Χίντου Κους του Αφγανιστάν, ο τυπικός βιότοπος του χρυσαετού είναι οι εύκρατες/υπο-ερημικές οροσειρές που περιβάλλονται από τοπία στέπας με διάσπαρτα δάση. Εδώ το κλίμα είναι ψυχρότερο και πιο ηπειρωτικό από τις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Οι χρυσαετοί καταλαμβάνουν τις αλπικές περιοχές από τις οροσειρές Οροσειρά Αλτάι και Παμίρ, ανατολικά προς το Θιβέτ, τη μεγάλη οροσειρά των Ιμαλαΐων, και τη ΒΔ Κίνα, όπου απαντούν σε όλο το εύρος των Τιεν Σαν. Σε αυτές τις οροσειρές, ο χρυσαετός ζει συχνά σε πολύ μεγάλα υψόμετρα, πάνω από τη γραμμή των δέντρων (> 2.500 μ.), φωλιάζει σε βραχώδεις σάρες και κυνηγάει στα παρακείμενα λιβάδια. Στο Θιβέτ, ο χρυσαετός διαβιεί στις υψηλές κορυφογραμμές και διαβάσεις του τεράστιου υδροκρίτη της Λάσα, συχνά μαζί με σμήνη γυπών των Ιμαλαΐων (Gyps himalayensis).[26] Στα βουνά της Ιαπωνίας και της Κορέας, καταλαμβάνει φυλλοβόλα δάση και θαμνώδεις διαπλάσεις της σιβηρικής πεύκης-νάνου (Pinus pumila) που «αναδύονται» ανάμεσα στις χορτολιβαδικές εκτάσεις και τους αλπικούς ερεικώνες.

  • Τον Μάιο του 1975, ένας (1) χρυσαετός καταγράφηκε να γυροπετάει στο αεροδρόμιο του Khumbu, στο ΝΑ. Νεπάλ, στα 6.190 μ.[27]

Ο χρυσαετός απαντά στα βουνά, από το οροπέδιο Adrar στη Μαυριτανία μέχρι τη Β. Υεμένη και το Ομάν, όπου τα ερημικά ενδιαιτήματα στερούνται, σε μεγάλο βαθμό, βλάστησης, αλλά προσφέρουν πολλά βραχώδη οροπέδια για να υποστηρίξουν τόσο τους αετούς όσο και τη λεία τους. Στο Ισραήλ, ο ζωτικός τους χώρος είναι κυρίως οι βραχώδεις πλαγιές και οι περιοχές των μεγάλων φαραγγιών wadi, κυρίως στην έρημο και σε μικρότερο βαθμό σε περιοχές με ημι-ερημικό και μεσογειακό κλίμα.[28] Στη ΒΑ. Αφρική, ο τυπικός οικότοπος του χρυσαετού έχει συχνά, διάσπαρτο, ερημικού τύπου χαρακτήρα, αρκετά παρόμοιο με εκείνον της Μέσης Ανατολής και της Αραβικής Χερσονήσου. Στα Όρη Bale της Αιθιοπίας, όπου η βλάστηση είναι πολύ πιο πλούσια και το κλίμα λιγότερο ξηρό από ό,τι στη ΒΑ. Αφρική, ο χρυσαετός απαντά στις κατάφυτες πλαγιές.[21]

Βόρεια Αμερική

Επεξεργασία

Οι οικοζώνες που καταλαμβάνουν οι αμερικανικοί πληθυσμοί του χρυσαετού είναι σχεδόν αντίστοιχες με εκείνες της Ευρασίας. Στη Δ. και Β. Αλάσκα και τον Β. Καναδά προς τη χερσόνησο Ungava στο Κεμπέκ, οι χρυσαετοί απαντούν στις αρκτικές παρυφές της Βόρειας Αμερικής -καθώς το είδος δεν υπεισέρχεται στην πραγματική αρκτική τούνδρα-, όπου ο ανοικτός δασικός θόλος δίνει χώρο στους χαμηλούς ερεικώνες με πόες του γένους Eriophorum. Στις περιοχές νοτίως της Αρκτικής, ο χρυσαετός είναι μακράν το μεγαλύτερο αρπακτικό πτηνό. Από την Οροσειρά της Αλάσκας, προς την Ουάσινγκτον και το Όρεγκον, ανευρίσκεται συχνά σε ψηλά βουνά πάνω από τη γραμμή των δέντρων ή σε ογκόλιθους και βράχους κατά μήκος των κοιλάδων των ποταμών κάτω από τη γραμμή των δέντρων.[29][30] Ειδικά στην πολιτεία της Ουάσινγκτον, ο χρυσαετός μπορεί να βρεθεί σε αντιπυρικές ζώνες μέσα στο, κατά τα άλλα, πυκνό δάσος κωνοφόρων με σχετικά μικρή ετήσια βροχόπτωση.[31]

Ανατολικά των Καναδικών Βραχωδών Ορέων στα βουνά του Λαμπραντόρ, ο χρυσαετός απαντά σε μικρούς πληθυσμούς, σε ψυχρές δασικές περιοχές με τύρφη και παρόμοιες μικτές, δασικές περιοχές. Στους πρόποδες των Βραχωδών Ορέων στις Ηνωμένες Πολιτείες υπάρχουν πεδιάδες και λιβάδια όπου οι χρυσαετοί είναι ευρέως διαδεδομένοι, ιδιαίτερα εκεί όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι μικρή. Εδώ, οι χορτολιβαδικές εκτάσεις με χαμηλούς λόφους και πεδιάδες είναι το τυπικό οικοσύστημα του είδους, διακοπτόμενο μόνο από συστάδες με λεύκες γύρω από τις κοιλάδες των ποταμών και τους υγροτόπους, όπου οι αετοί μπορούν να κτίσουν τις φωλιές τους.

Οι χρυσαετοί απαντούν, επίσης, στην ερημικού τύπου, Μεγάλη Λεκάνη που εκτείνεται από το Ν. Αϊντάχο στη Β. Αριζόνα και το Νέο Μεξικό. Σε αυτόν τον οικότοπο, τα δέντρα γενικά απουσιάζουν -εκτός από κάποιους κέδρους-, με βλάστηση που κυριαρχείται από πόες Artemisia και χαμηλούς θάμνους. Αν και η βλάστηση ποικίλλει λίγο περισσότερο, παρόμοιος βιότοπος καταλαμβάνεται από τους χρυσαετούς και στο Μεξικό.[32][33][34] Ωστόσο, το είδος συνήθως απουσιάζει στη Βόρεια Αμερική από τις πραγματικές ερήμους, όπως η Σονόρα, όπου η ετήσια βροχόπτωση είναι μικρότερη από 20 εκ.[35] Όμως, καταλαμβάνει τα βουνά και τις παράκτιες περιοχές της Καλιφόρνια και της Μπάχα Καλιφόρνια στο Μεξικό, όπου επικρατούν τα ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και οι υγροί χειμώνες. Οι χρυσαετοί εδώ, συχνά, φωλιάζουν στα chaparral, στο δάσος και τη σαβάνα με βελανιδιές, καθώς και στα λιβάδια ανάμεσα στους λόφους χαμηλής κλίσης, με ποικίλη βλάστηση.[36] Στις Α. ΗΠΑ, οι χρυσαετοί αναπαράγονταν, κάποτε, ευρέως στο Απαλαχιανό Πλατώ, κοντά σε καμένες εκτάσεις, ανοικτούς άδενδρους βάλτους, λιβάδια, έλη και λίμνες.[37][38] Στην Α. Βόρεια Αμερική, το είδος εξακολουθεί να φωλιάζει στη χερσόνησο Γκασπέ του Κεμπέκ. Μέχρι το 1999, ένα (1) ζευγάρι χρυσαετών, ήταν ακόμη γνωστό ότι, φώλιαζε στο Μέιν, αλλά τώρα πιστεύεται ότι, το είδος δεν αναπαράγεται πλέον στις Α. ΗΠΑ.[21] Οι χρυσαετοί που αναπαράγονται στον A. Καναδά, ξεχειμωνιάζουν στα ορεινά λιβάδια και ερεικώνες στο Απαλαχιανό Πλατώ, ιδιαίτερα στην Πενσυλβάνια, τη Νέα Υόρκη, τη Δυτική Βιρτζίνια, το Μέριλαντ και τη Βιρτζίνια. Οι περισσότερες θεάσεις χρυσαετών στις Α. ΗΠΑ, πρόσφατα, περιορίζονται μέσα ή κατά μήκος της γραμμής νοτιοδυτικά του Απαλαχιανού Πλατώ (το 30% των καταγραφών) και εντός της περιοχής της μεγάλης Παράκτιας Πεδιάδας (33% των καταγραφών).[39]

Παρόλο που φωλιάζουν τακτικά στους βαλτώδεις τυρφώνες του αρκτικού δάσους, οι χρυσαετοί δεν συνδέονται εν γένει με υγρότοπους και, απεναντίας, μπορούν να βρεθούν κοντά σε μερικά από τα πιο ξηρά σημεία στη γη. Οι πληθυσμοί που διαχειμάζουν στις Α. Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, συνορεύουν συχνά με απότομες κοιλάδες ποταμών, ταμιευτήρες και έλη των περιοχών της ενδοχώρας, καθώς και βάλτους εκβολών ποταμών, νησίδες αποκοπής, διαχειριζομένους υγροτόπους, και «στόματα» μεγάλων ποτάμιων συστημάτων στις παράκτιες περιοχές. Οι υγρότοποι αυτοί είναι ελκυστικοί λόγω της κυριαρχίας της ανοικτής βλάστησης, τις μεγάλες συγκεντρώσεις θηραμάτων και, βέβαια, τη γενική απουσία ανθρώπινης όχλησης.[39] Στις μεσοδυτικές ΗΠΑ, οι χρυσαετοί δεν είναι ασυνήθιστο να συχνάζουν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, κοντά σε ταμιευτήρες και καταφύγια άγριας ζωής που παρέχουν ευκαιριακούς τροφικούς πόρους, κυρίως υδροβίων πτηνών.[40]

  • Στην Ελλάδα, το είδος απαντά σε ποικιλία ορεινών ενδιαιτημάτων, από μεσαία έως μεγάλα υψόμετρα (μέχρι τα 2.100 μ. στον Όλυμπο). Ωστόσο, ανάλογα με τη διαθεσιμότητα των φωλιών και την ανθρώπινη όχληση, μπορεί να κατεβεί χαμηλότερα, ακόμη και στο επίπεδο της θάλασσας.[41]

Μορφολογία

Επεξεργασία

Μέσα βιομετρικά στοιχεία

Επεξεργασία
  • Μήκος σώματος: (70-) 79 έως 92 (-107) εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: (180-) 188 έως 234 (-254) εκατοστά.
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: 52 έως 72 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 26,5 έως 38 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 9,4 έως 12,2 εκατοστά
  • Μήκος μεγάλου δακτύλου: 4,5 έως 6,34 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 6 εκατοστά
  • Μήκος μέσης ραχιαίας γραμμής ράμφους: 3,6 έως 5,0 εκατοστά
  • Βάρος: Αρσενικό 3,6 κιλά, θηλυκό 5,1 κιλά, κατά μέσον όρο.

Πηγές:[42][43][44][45][46][47]

  • Πάντως, δεν είναι ασυνήθιστο να υπάρχουν θηλυκά που να ξεπερνάνε τα 6,5 κιλά σε βάρος και τα 3 μέτρα σε εκπέτασμα πτερύγων.[48][49]
 
Πορτραίτο ενήλικου χρυσαετού

Ο χρυσαετός είναι το μεγαλύτερο ευρωπαϊκό μέλος του γένους Aquila, παρόμοιος σε μέγεθος με τον βασιλαετό, αλλά με μεγαλύτερο εκπέτασμα (άνοιγμα πτερύγων) σε σχέση με αυτόν. Σημειωτέον ότι, τα διάφορα υποείδη διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, ως προς τις διαστάσεις και το βάρος (βλ. Πίνακα υποειδών). Σε γενικές γραμμές, τα μεγαλύτερα μέλη ανήκουν στο υποείδος daphanea και τα μικρότερα στο υποείδος japonica (βλ. Πίνακα μετρήσεων υποειδών). Τα φύλα είναι παρόμοια στη μορφολογία.

Γενικά, ο χρυσαετός θεωρείται ο 5ος σε εκπέτασμα (άνοιγμα πτερύγων) αετός στον κόσμο,[22] και ο 7ος βαρύτερος. Ωστόσο, είναι ο 2ος βαρύτερος αναπαραγόμενος αετός σε Ευρώπη, Αφρική και Βόρεια Αμερική, και ο 4ος βαρύτερος της Ασίας.[22][50]

  • Ενας θηλυκός χρυσαετός που απελευθερώθηκε το 2006 στον Εθνικό Δρυμό Bridger-Teton του Ουαϊόμινγκ, είχε βάρος 7,7 κιλά, το βαρύτερο άγριο άτομο μέχρι σήμερα.[51]

Ωστόσο, τα αιχμάλωτα πτηνά ή εκείνα που χρησιμοποιούνται στην ιερακοθηρία είναι πολύ βαρύτερα, μερικές φορές αφύσικα βαριά, όπως ένα (1) άτομο που είχε ζυγιστεί στα 12,1 κιλά.[52]

Οι ενήλικες έχουν, γενικά, χρώμα σκούρο καφέ. Από την κορυφή του κεφαλιού, όμως, και καθ’ όλο το μήκος του τραχήλου, μέχρι την ωμοπλάτη, τα καλυπτήρια φτερά έχουν ένα ξεχωριστό μπεζ -χρυσαφί χρώμα, που χαρακτηρίζει το είδος (υποείδος chrysaetos). Το μορφολογικό αυτό στοιχείο υπάρχει σέ όλες τις ηλικίες, τόσο στα ενήλικα όσο και στα νεαρά άτομα.[48]. Η ουρά των ενηλίκων έχει σκούρο γκρίζο χρώμα και φέρει μαυριδερή ταινία στο άκρο της. Στα νεαρά άτομα η ουρά είναι σχεδόν άσπρη και η ταινία, μαύρη.

Οι χρυσαετοί έχουν 11 πρωτεύοντα και 17 δευτερεύοντα ερετικά φτερά. Οι ταρσοί είναι πυκνά πτερωμένοι, ενώ τα πόδια και το κήρωμα είναι κίτρινα. Η ίριδα είναι σκούρα καφέ και το ράμφος σκούρο γκρι. Τα ρουθούνια είναι σχισμοειδή/νεφροειδή.[53] Σε αντίθεση με άλλα είδη Aquila, στα οποία τα φτερά των ταρσών έχουν, τυπικά, παρόμοιο χρώμα με το υπόλοιπο πτέρωμα, στους χρυσαετούς αυτά τείνουν να είναι πιο ανοικτόχρωμα, από ανοικτά χρυσαφί έως λευκά.[21] Επιπλέον, ορισμένα πλήρως ανεπτυγμένα άτομα (ειδικά στη Βόρεια Αμερική) φέρουν λευκές «επωμίδες» στο άνω μέρος των φτερών της ωμοπλάτης.[50][54]

Οι νεαροί χρυσαετοί είναι παρόμοιοι με τους ενήλικες, αλλά τείνουν να είναι πιο σκούροι, εμφανίζοντας μαύρο χρώμα στην πλάτη, ιδίως στην Α. Ασία. Κατά την πτήση (κοιλιακή όψη), διακρίνονται άσπρες περιοχές στην κάτω επιφάνεια των πτερύγων και στα 2/3 της ουράς προς τη βάση της.[4] Περιστασιακά, κάποια νεαρά άτομα έχουν άσπρα «μπαλώματα» στα ερετικά φτερά, στις βάσεις των εσωτερικών πρωτευόντων και στα εξωτερικά δευτερεύοντα, σχηματίζοντας σημάδι σε σχήμα μισοφέγγαρου, που τείνει να διαχωρίζεται από τα άλλα, πιο σκούρα φτερά.[21][55] Σπάνια, τα νεαρά πτηνά μπορεί να έχουν μόνον ίχνη από λευκό στην ουρά. Σε σύγκριση με την, σχετικά σταθερή, λευκή ουρά, τα άσπρα μπαλώματα στις πτέρυγες είναι εξαιρετικά μεταβλητά, με κάποια ανήλικα άτομα να μην έχουν σχεδόν καθόλου ορατό λευκό.

Οι χρυσαετοί κάτω των 12 μηνών τείνουν να έχουν την ευρύτερη δυνατή ποσότητα λευκού στο πτέρωμα.[54] Στο 2ο καλοκαίρι τους, τα λευκά καλυπτήρια φτερά της κάτω επιφανείας των πτερύγων, συνήθως γίνονται σκωριόχρωμα-καφέ. Στο 3ο καλοκαίρι, τα καλυπτήρια της άνω επιφανείας των πτερύγων έχουν -σε μεγάλο βαθμό- αντικατασταθεί από σκούρα καφέ φτερά, ωστόσο, αυτό γίνεται σταδιακά, κάτι που δίνει στα νεαρά πουλιά στικτό μοτίβο. Η ουρά ακολουθεί επίσης ένα παρόμοιο «σχήμα» διαφοροποίησης κατά την ωρίμανση.[54][55] Αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων στα 5-6 χρόνια.[48][56]

Υποείδος Εκπέτασμα Μήκος χορδής πτέρυγας Βάρος
Aquila chrysaetos canadensis 204 (μέσος όρος) ♂ 59,1-64,0 ♀ 60,1-67,4 ♂ 2,5-4,47 ♀ 3,6-6,4
Aquila chrysaetos chrysaetos ♂ 189-215 ♀ 212-220 ♂ 56,5-67,0 ♀ 61,5-71,2 ♂ 2,8-4,6 ♀ 3,8-6,7
Aquila chrysaetos daphanea 221 (μέσος όρος) ♂ μέχρι 281 [52] ♂ 60,0-68,0 ♀ 66,0-72,0 ♂ 4,05 ♀ 6,35 (μέσος όρος)
Aquila chrysaetos homeyeri ♂ 55,0-64,3 ♀ 60,0-70,5 2,9-6
Aquila chrysaetos japonica ♂ 58,0-59,5 ♀ 62,0-64,5 ♂ 2,5 ♀ 3,25 (μέσος όρος)
Aquila chrysaetos kamtschatica ♂ 61,8-70,5 ♀ 65,0-72,0

(σημ. τα μήκη σε εκατοστά, το βάρος σε κιλά)

(Πηγές:[57][58][59][60]

 
Ενήλικος Χρυσαετός με τη λεία του

Οι χρυσαετοί, δεν έχουν ιδιαίτερες προτιμήσεις για ορισμένα θηράματα, και ως γνήσιοι «οπορτουνιστές», επιτίθενται σε -σχεδόν- κάθε μικρό έως μεσαίου μεγέθους ζώο που μπορεί να συναντήσουν. Σχεδόν 200 είδη θηλαστικών και πουλιών έχουν καταγραφεί ως θηράματα του χρυσαετού, αλλά η επιλογή καθορίζεται, όπως είναι εύλογο, σε μεγάλο βαθμό από την τοπική διαθεσιμότητα και την αφθονία των θηραμάτων.[21] Τα περισσότερα θηράματα ζυγίζουν περίπου το μισό από το βάρος του εκάστοτε θηρευτή, με ένα τυπικό εύρος βάρους λείας των 0,5 - 4 κιλών αν και, μερικές φορές, η λεία είναι ίση ή σαφώς βαρύτερη από τον θηρευτή (4-7 κιλά).[21]

Στη Βόρεια Αμερική και στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, το κύριο θήραμα είναι λαγόμορφα (λαγοί και κουνέλια) και σκιουρόμορφα θηλαστικά. Σε μια μελέτη στη Βόρεια Αμερική, τα θηλαστικά αποτελούσαν το 83,9% της διατροφής των αετών,[61] ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο και την κεντρική και αλπική Ευρασία, ο λαγός Lepus timidus είχε προτιμηθεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος.[21] Στο σουηδικό νησί Γκότλαντ, η προτιμώμενη λεία του είναι ο σκαντζόχοιρος, αφού «ξεφλουδιστεί» πρώτα από τα αγκάθια του, πριν καταναλωθεί.[22] Στην Ελβετία, οι αλπικές μαρμότες, αποτελούν το 60,2% της λείας του, με τα αγριόγιδα να ακολουθούν με 8%.[62]

Άλλα θηλαστικά που θηρεύονται τακτικά, περιλαμβάνουν μικρότερα τρωκτικά, όπως τα ποντίκια και οι αρουραίοι, μεσαίου μεγέθους θηλαστικά όπως αλεπούδες και τα μικρά των οπληφόρων όπως ελάφια, αντιλόπες, αγριοκάτσικα, οικόσιτες κατσίκες και πρόβατα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έχουν αναφερθεί θηράματα βάρους 30 κιλών ή ακόμη περισσότερο, όπως ενήλικα ζαρκάδια.[21] Η δύναμη που ασκούν οι γαμψώνυχές του είναι τόσο μεγάλη που, στα μεγάλα οπληφόρα θηλαστικά όπως τα αιγόμορφα, η επίθεση κατευθύνεται απ’ευθείας στο κεφάλι και γίνεται διάτρηση του κρανίου, με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατο του θηράματος.[63]

Μετά από τα θηλαστικά, η δεύτερη σημαντική ομάδα θηραμάτων για τους χρυσαετούς είναι τα πτηνά. Διάφορα ορνιθόμορφα, κυρίως φασιανοί και πέρδικες είναι η πιο συνηθισμένη λεία, ωστόσο, σχεδόν κάθε πουλί, από το μέγεθος ενός κορυδαλλού ή μιας κελάδας, μέχρι έναν γερανό ή έναν κύκνο, (περίπου διπλάσια από το βάρος του αετού) είναι στα υποψήφια θηράματα. Υπάρχουν καταγραφές για επιθέσεις σε άλλα μεγάλα αρπακτικά πτηνά, όπως διπλοσάινα και γερακίνες τόσο σε ενήλικες, όσο και σε νεοσσούς, αλλά και βρώση των αβγών τους.[64]

Πολυάριθμοι άλλοι τύποι θηραμάτων μπορεί να συμπληρώνουν τη διατροφή του. Τα ερπετά, σε γενικές γραμμές περιλαμβάνονται σπάνια, αλλά ειδικά στην Ιαπωνία, φαίνεται ότι τα μεγάλα φίδια και οι σαύρες αποτελούν μέρος της δίαιτας, όπως και στις ερημικές περιοχές της Κ. Ευρασίας. Στη ΝΑ. Ευρώπη, στο Τουρκμενιστάν και άλλες άνυδρες περιοχές, οι χελώνες αποτελούν προνομιακό θήραμα, οι οποίες συλλαμβάνονται και θανατώνονται με την ίδια μέθοδο που χρησιμοποιείται από τον γυπαετό, δηλαδή με ρίψη από ψηλά πάνω σε βράχους ή άλλες σκληρές επιφάνειες, ώστε το κέλυφος να σπάσει και να αποκαλυφθεί η σάρκα.[22]

Τέλος, άλλες επιλογές μπορεί να περιλαμβάνουν αμφίβια, ψάρια (που καταναλώνονται τακτικά στη ΝΑ. Ασία), ακόμη και έντομα, όπως τα μεγάλα σκαθάρια. Στα θνησιμαία, ο χρυσαετός μπορεί να στραφεί κατά τους χειμερινούς μήνες, τότε που η διαθέσιμη τροφή είναι λιγοστή.[64]

Τεχνικές θήρευσης

Επεξεργασία

Το πέταγμα του χρυσαετού, παρά το μέγεθός του, είναι κομψό και ανάλαφρο.[65] Χρησιμοποιεί την ευελιξία του, σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά ισχυρά νύχια για να αρπάξει θηράματα, μεγάλα σε μέγεθος. Περνάει πολλή ώρα στον αέρα (διαφορά από τον βασιλαετό) και, συνήθως, κυνηγάει κατά ζεύγη.[4] Έτσι, ενώ συνήθως πετάει με μέσες ταχύτητες των 45-52 χιλιομέτρων την ώρα, μπορεί να επιταχύνει έως τα 130 χιλιόμετρα και, μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 240 χιλιόμετρα ανά ώρα κατά την εφόρμηση (stoop) (βλ. Πτήση).[66]

Συνήθως κυνηγάει πετώντας αργά, κάνοντας σάρωση του περιβάλλοντος χώρου σε χαμηλή πτήση, συχνά γύρω από ορεινές πλαγιές. Όταν το θήραμα εντοπίζεται, ο αετός κάνει μια σύντομη εφόρμηση ελπίζοντας να αιφνιδιάσει το θήραμά του ή συμμετέχει σε ένα γρήγορο κυνηγητό. Μπορεί επίσης να κυνηγάει με αερολίσθηση (gliding) που ακολουθείται από κάθετη εφόρμηση (stoop). Σπάνια, μπορεί να επιτηρεί από κρυψώνα ή υπερυψωμένη ανοικτή θέση (perching), παρακολουθώντας για θήραμα και, στη συνέχεια, επιτίθεται ξαφνικά όταν το εντοπίσει. Δεδομένου ότι η αγαπημένη λεία του είναι θηλαστικά ή πουλιά που διστάζουν να πετάξουν, όπως είναι αναμενόμενο, τα περισσότερα από αυτά θανατώνονται στο έδαφος, αν και μερικές φορές, το θήραμα μπορεί ακόμη και να καταδιωχθεί με τα πόδια για σύντομη απόσταση. Όταν το κυνήγι είναι πουλιά, τότε υιοθετείται το κυνηγετικό στυλ των γερακιών του γένους Accipiter και, το θήραμα συλλαμβάνεται εν πτήσει.[22]

Κάποιες φορές, ο χρυσαετός, για να μη ξοδεύει άσκοπα ενέργεια, χρησιμοποιεί για τα μεγάλα θηλαστικά την τεχνική της κατακρήμνισης από ορθοπλαγιές για να θανατώσει το θήραμα.[67]

 
Οι γαμψώνυχες του ενήλικος χρυσαετού μπορεί να ασκήσουν έως και 15 φορές μεγαλύτερη πίεση από αυτήν που ασκεί το ανθρώπινο χέρι
  • Ο χρυσαετός είναι από τα ισχυρότερα αρπακτικά πτηνά παγκοσμίως.[22] Οι γαμψώνυχές του ασκούν κατ'εκτίμηση, πίεση 230 κιλά ανά τετραγωνική ίντσα (3 ΜΡα), αν και στα μεγαλύτερα άτομα μπορεί να φτάσει τα 380 κιλά (5,2 ΜΡα), περίπου 15 φορές μεγαλύτερη πίεση από αυτήν που ασκεί το ανθρώπινο χέρι.[68]
 
Ενήλικος χρυσαετός εν πτήσει (ραχιαία όψη)

Οι χρυσαετοί θεωρούνται, μερικές φορές, οι πιο ικανοί «αεροπόροι» ανάμεσα στους αετούς, ενώ μερικοί ερευνητές τούς θεωρούν ως τους ικανότερους από όλα τα αρπακτικά πτηνά, γενικότερα.[69] Εξοπλισμένοι με πλατιές και μακριές πτέρυγες, διαθέτουν εγκοπές στην σημαία των ερετικών φτερών που βοηθούν στην άκοπη πτήση. Όταν πετάει, η φιγούρα του χρυσαετού είναι παρόμοια με εκείνη του βασιλαετού, αλλά τα πηδαλιώδη φτερά της ουράς είναι ανοικτά, ενώ οι πτέρυγες, ιδωμένες σε μετωπιαία όψη (ανφάς), κρατούνται όχι σε παράλληλη θέση με το έδαφος, αλλά σε μικρή γωνία προς τα πάνω.[4]

Όταν πρέπει να φτεροκοπήσει, ο χρυσαετός φαίνεται πιο «βαρύς», αλλά αυτό συμβαίνει σπανιότερα από το γυροπέταγμα (soaring) και τις αερολισθήσεις (glidings). Η τυπική ενεργητική πτήση είναι, συνήθως, 6-8 βαθιά φτεροκοπήματα, που διακόπτονται από αερολισθήσεις διαρκείας 2 έως 3 δευτερολέπτων.[21] Όταν γυροπετάει, ο χρυσαετός διατηρεί τις πτέρυγες και την ουρά στο ίδιο επίπεδο, με τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά σε απόσταση μεταξύ τους, σαν «δάκτυλα». Μια κανονική, χωρίς βιασύνη, πτήση έχει ταχύτητα περίπου 45-52 χιλιόμετρα/ώρα.[70] Ωστόσο, όταν κυνηγάει, ο χρυσαετός είναι σε θέση να επιταχύνει απότομα, επιτυγχάνοντας ταχύτητες που φθάνουν τα 190 χλμ/ώρα.[21][71] Κατά την κατάδυση, προς την κατεύθυνση του θηράματος ή κατά τη διάρκεια των ερωτικών επιδείξεων, ο χρυσαετός κρατά σφιχτά τις πτέρυγες, μερικώς κλειστές στο πλάι του σώματός του και, με τον ίδιο τρόπο, τα πόδια στην ουρά του.

  • Σε πλήρη κάθετη εφόρμηση (stoop) προς το θήραμα, μπορεί να πετύχει ταχύτητες 240-320 χιλιόμετρα/ώρα, που θεωρούνται εξαιρετικά μεγάλες για πτηνό αυτού του μεγέθους. Μόνο κάποια γεράκια επιτυγχάνουν τέτοιες ή μεγαλύτερες ταχύτητες αλλά είναι πολύ πιο μικρά και ευέλικτα. Μάλιστα, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι, ο χρυσαετός είναι ίσος ή ενδεχομένως, ακόμη και ανώτερος στην τεχνική της κάθετης εφόρμησης από τον πετρίτη, το ταχύτερο πτηνό στην υφήλιο, ακριβώς λόγω αυτής της διαφοράς στα μεγέθη και την ευελιξία μεταξύ των δύο αρπακτικών.[50][72] Το γεγονός αυτό τοποθετεί τον χρυσαετό ως ένα από τα δύο ταχύτερα κινούμενα πτηνά στην υφήλιο.[52]

Ηθολογία

Επεξεργασία

Παρά τον επιθετικό τρόπο με τον οποίο οι χρυσαετοί αναζητούν τη λεία τους ή αλληλεπιδρούν με αρπακτικά του δικού τους είδους, καθώς και άλλων ειδών, η καθημερινή ζωή τους, μπορεί να χαρακτηριστεί ως, «μάλλον ήσυχη». Στο Αϊντάχο, ενήλικοι αρσενικοί χρυσαετοί παρατηρήθηκαν να κάθονται σε εγρήγορση, σε σημεία επόπτευσης χώρου (perching posts), κατά μέσον όρο στο 78% του φωτός της ημέρας, ενώ τα ενήλικα θηλυκά βρίσκονταν στη φωλιά ή σε σημεία επόπτευσης χώρου, κατά μέσον όρο στο 85% της ημέρας.[73] Καταμεσίς του καλοκαιριού στη Γιούτα, το κυνήγι και οι πτήσεις διεκδίκησης του ζωτικού τους χώρου σημειώθηκαν, ως επί το πλείστον, μεταξύ 9:00 - 11:00 και 16:00 - 18:00, με τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας να αφιερώνονται σε κούρνιασμα ή ανάπαυση.[69]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα στη Σκωτία, οι χρυσαετοί γυροπετούν συχνά, επισκοπώντας τον χώρο για θνησιμαία.[21] Αυτή την εποχή, πιστεύεται ότι κουρνιάζουν πολλές ώρες κάθε νύκτα. Αν και είναι, συνήθως, πολύ μοναχικά πουλιά, όταν δεν δημιουργούν ζευγάρια αναπαραγωγής, το πολύ δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος αναγκάζει τους χρυσαετούς να κουρνιάζουν μαζί, πολλές φορές. Η μεγαλύτερη γνωστή τέτοια «σύναξη» κουρνιάσματος, καταγράφηκε κάποιο βράδυ ενός εξαιρετικά ψυχρού χειμώνα στο Α. Αϊντάχο, όταν 124 άτομα παρατηρήθηκαν να κουρνιάζουν το ένα δίπλα στο άλλο, κατά μήκος μιας γραμμής που αποτελείτο από 85 πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.[32]

  • Όταν, αντίθετα, επικρατούν συνθήκες ισχυρών αντικυκλώνων, οι χρυσαετοί φαίνεται να γυροπετούν λιγότερο κατά τη διάρκεια της ημέρας.[21]

Το είδος υφίσταται σταδιακή έκδυση, αρχής γενομένης τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο κάθε έτους, ενώ η πτερόρροια συνήθως μειώνεται το χειμώνα. Τα φτερά στο κεφάλι, το λαιμό, την πλάτη και την ωμοπλάτη μπορεί να αντικαθίσταται ετησίως. Στα μεγάλα φτερά των πτερύγων και της ουράς, η έκδυση αρχίζει από τα εσωτερικά φτερά και προχωράει προς τα έξω.[54]

Ενώ πολλά ιερακόμορφα είναι γνωστά για τη δυνατή φωνή τους, ο χρυσαετός εμφανίζει ιδιαίτερη τάση να παραμένει σιωπηλός, ακόμη και στην αναπαραγωγική περίοδο.[69] Μερική φώνηση, ωστόσο, έχει καταγραφεί που, συνήθως, επικεντρώνεται κατά την ωοτοκία. Σε σχέση με το μέγεθός του, ο χρυσαετός έχει αδύναμη, αλλά διαπεραστική φωνή, που έχει περιγραφεί περιπαικτικά σαν του «κουταβιού».[22] Τα πιο γνωστά φωνήματα φαίνεται να λειτουργούν ως κλήσεις επαφής μεταξύ τους, όπως μερικές φορές οι ενήλικες με τους απογόνους τους, περιστασιακά ανάμεσα σε πουλιά που εισβάλλουν το ένα στον ζωτικό χώρο του άλλου και, σπάνια, ανάμεσα σε ένα ζευγάρι αναπαραγωγής.

Αναπαραγωγή

Επεξεργασία

Ζωτικός χώρος

Επεξεργασία

Η εδαφικότητα, δηλαδή η διεκδίκηση του ζωτικού χώρου, πιστεύεται ότι είναι η κύρια αιτία των αλληλεπιδράσεων και αντιπαραθέσεων μεταξύ μη-ζευγαρωμένων χρυσαετών. Τα πτηνά αυτά διεκδικούν από τις μεγαλύτερες γνωστές επιφάνειες ζωτικού χώρου μεταξύ όλων των ειδών. Παρά το ευρύ φάσμα κατανομής του, μόνο λίγα στοιχεία σχετικά με την έκταση του ζωτικού χώρου του χρυσαετού είναι γνωστά. Τα νούμερα διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τον βιότοπο και τη διαθεσιμότητα τροφής. Έτσι, λ.χ., στην Ελβετία, το μέγεθος του χώρου δράσης ήταν, μετά από οπτικές παρατηρήσεις σε 26 περιοχές, 29 - 88 χλμ², δηλαδή κατά μέσον όρο 53 χλμ². Στο Αϊντάχο των ΗΠΑ όμως, μετρήθηκαν 11,6 - 49,0 χλμ², κατά μέσο όρο 32,8 χιλιόμετρα².[73] Στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, αυτή η επικράτεια μπορεί να κυμαίνεται από 55 έως 75 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ στα βορειότερα εδάφη μπορεί να φτάσει τα 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα, που τα ζευγάρια την ελέγχουν με συνεχείς πτήσεις.

Η πυκνότητα του πληθυσμού παρουσιάζει επίσης σημαντικές διαφορές, που κυμαίνονται από 1,9 αναπαραγωγικά ζευγάρια ανά 1000 χλμ² στην περιοχή του Βιτέμπσκ (Vitebsk) της Λευκορωσίας, έως και 22,7 ζευγάρια ανά 1000 χλμ² σε περιοχές της Σκωτίας. Παγκοσμίως, οι τιμές κυμαίνονται συνήθως από 5 έως 20 ζευγάρια ανά 1000 χλμ².[62] Ο μικρότερος γνωστός ζωτικός χώρος καταλαμβάνεται από τους χρυσαετούς στα βουνά Bale της Αιθιοπίας, που κυμαίνεται από 1.5 έως 9 χλμ².[74]

Ερωτοτροπίες

Επεξεργασία

Η αναπαραγωγική ικανότητα των χρυσαετών αρχίζει από την ηλικία των 6 ετών, περίπου και, συνήθως ζευγαρώνουν εφ’ όρου ζωής, μετά από εντυπωσιακό τελετουργικό. Συνήθως, οι υποψήφιοι σύντροφοι εκτελούν «κυματιστές» πτήσεις, με το αρσενικό να ρίχνει μια πέτρα από ψηλά και, στη συνέχεια, να εκτελεί ταχύτατη κατάδυση για την πιάσει στον αέρα, επαναλαμβάνοντας αυτόν τον ελιγμό, τρεις ή περισσότερες φορές. Το θηλυκό κάνει το ίδιο, αλλά με μια τούφα χορταριασμένο χώμα ενώ, μερικές φορές, αντί γι’ αυτά τα υλικά, χρησιμοποιούνται μικρά κλαδιά.[21] Τα πουλιά σπάνια εμπλέκουν τους γαμψώνυχές τους στον αέρα, όπως κάνουν άλλα αρπακτικά.

Θέση και προσανατολισμός

Επεξεργασία

Οι χρυσαετοί κτίζουν αρκετές αετοφωλιές -οι οποίες ονομάζονται eyries- εντός του ζωτικού τους χώρου και τις χρησιμοποιούν εναλλάξ για αρκετά χρόνια. Φαίνεται να προτιμούν τα βράχια, όπου αυτά είναι διαθέσιμα.[75] Οι φωλιές βρίσκονται, γενικά, στο μισό ύψος, περίπου, του περιβάλλοντος χώρου. Αυτή η προτίμηση μπορεί να σχετίζεται με τη δυνατότητα των γονέων να μεταφέρουν βαριά λεία προς τα κάτω και όχι προς τα πάνω. Ταυτόχρονα, οι φωλιές πρέπει να είναι σε μεγάλο βαθμό ή εξ ολοκλήρου απρόσιτες στα αρπακτικά θηλαστικά (συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων).[21] Στην Ισπανία, μελέτες έδειξαν ότι, οι προτιμώμενες θέσεις βρίσκονταν σε δυσπρόσιτα βράχια σε μεγάλη απόσταση από μονοπάτια, δρόμους και χωριά.[76] Στη Σκωτία, ποσοστό 95,6% από 410 φωλιές βρίσκονταν στα βράχια.[77] Ομοίως, στη Βουλγαρία, την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γαλλία και την τέως Γιουγκοσλαβία, ποσοστό μεγαλύτερο από το 90% των φωλιών κατασκευάζονται στα βράχια.[78][79][80][81]

  • Στην Ελλάδα, οι φωλιές είναι κατασκευασμένες ως επί το πλείστον στις προεξοχές των βράχων, αλλά στην περιοχή του Έβρου σχεδόν το 30% των φωλιών βρίσκονται στα δέντρα, κυρίως πεύκα.[4][82]

Στις αγροτικές, ξηρές περιοχές της Ευρώπης, όπως η Ιβηρική χερσόνησος, η Προβηγκία στη Γαλλία και τα Απέννινα στην Ιταλία, οι πυρκαγιές σε συνδυασμό με τη βόσκηση έχουν «μετακινήσει» τις κατάλληλες θέσεις φωλιάσματος προς τα μικρότερα υψόμετρα.[21] Στα ισπανικά Πυρηναία, ωστόσο, φωλιές βρέθηκαν έως και τα 1.500 μ.[83] Το 80% των φωλιών στην Ισπανία είναι σε απόκρημνα βράχια, ενώ το υπόλοιπο 20% είναι σε δένδρα.[84] Βραχώδεις, χαμηλές ορεινές περιοχές χρησιμοποιούνται για να φωλιάζουν οι χρυσαετοί στο Ισραήλ.[28] Όλες οι γνωστές φωλιές στο Ιράκ βρίσκονται σε βράχια.[85] Στη Νορβηγία, οι φωλιές είναι κατασκευασμένες στα 500-600 μ. κατά μέσον όρο.[86] Στις χώρες της Βαλτικής και της ανατολικής Φινοσκανδιναβίας, οι χρυσαετοί φωλιάζουν σε σχετικά επίπεδους δασώδεις τυρφώνες, επίσης στα δένδρα, σχεδόν αποκλειστικά στην Εσθονία και τη Λευκορωσία.[87][88] Στο νησί Γκότλαντ της Σουηδίας, τα δέντρα που έφεραν φωλιές είχαν μέση διάμετρο κορμού μεγαλύτερη από 55 εκ. και μέσο ύψος 17,2 μ., με τη φωλιά να βρίσκεται κατά μέσον όρο στα 11,7 μ. πάνω από το έδαφος.[89]

 
 
Τυπικές θέσεις φωλιάσματος του χρυσαετού

Οι ορθοπλαγιές προτιμώνται ως θέσεις φωλιάσματος στο μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Αμερικής,[90] αν και στη Β. Καλιφόρνια, προτιμώνται τα δένδρα, κατά κύριο λόγο.[36] Στα δασωμένα τοπία της δυτικής Ουάσιγκτον, όπου μεγάλες αντιπυρικές λωρίδες προσφέρουν το κατάλληλο περιβάλλον για να κυνηγούν τα πουλιά, ο χρυσαετός φωλιάζει, σχεδόν αποκλειστικά, στα έλατα του Ντάγκλας (Pseudotsuga menziesii) στις δασικές παρυφές. Εκεί, τα δέντρα που έφεραν φωλιές είχαν ύψος 38-72 μ., με τη φωλιά να βρίσκεται στα 20-64 μ. πάνω από το έδαφος.[91] Μελέτη σε 170 αετοφωλιές στο Ουαϊόμινγκ έδειξε ότι, οι 111 ήταν σε φυλλοβόλα δέντρα, οι 36 σε πεύκα Pinus ponderosa και οι 23 σε απόκρημνες πλευρές λόφων ή στις απότομες όχθες ποταμών. Οι λεύκες και οι ιτιές κυριαρχούν στα δένδρα που επιλέγονται, κατά μέσον όρο 73 εκ. σε διάμετρο και 13,4 μ. σε ύψος.[91] Στην ίδια πολιτεία, τα δένδρα που φέρουν φωλιές είναι, συχνά, τα ψηλότερα σε κάθε συστάδα και βρίσκονται σε μικρή απόσταση -λιγότερο από 500 μέτρα- από τα μεγάλα ξέφωτα, ή σε απομονωμένους τομείς.[91]

  • Οι φωλιές στο έδαφος είναι σπάνιες στη Σκωτία, αλλά δεν είναι ασυνήθιστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ειδικά σε άγονες περιοχές κάποιων πολιτειών (Νεβάδα, Βόρεια Ντακότα, Ουαϊόμινγκ). Τέτοιες φωλιές υπάρχουν, συνήθως, σε ψηλούς λόφους με λίγη βλάστηση έτσι, ώστε τα ενήλικα πτηνά να εξασφαλίζουν καλή εποπτεία του περιβάλλοντος χώρου.[21][91][92][93] Περιστασιακά, στη Βόρεια Αμερική έχουν χρησιμοποιηθεί όχθες ποταμών,[94] εγκαταλελειμένα χρυσωρυχεία [30] και πυλώνες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας.[36]

Η δυνατή βροχή και η υπερβολική θερμότητα μπορούν, δυνητικά, να σκοτώσουν τους νεοσσούς, οπότε οι χρυσαετοί συχνά τοποθετούν τις φωλιές τους σε σημεία που να ταιριάζουν με το τοπικό κλίμα.[21] Στις βόρειες περιοχές, όπως η Αλάσκα, η έκθεση στον ήλιο (νότιος προσανατολισμός) μπορεί να βοηθήσει τα πουλιά να φωλιάζουν με επιτυχία, ενώ εκείνοι οι πληθυσμοί που φωλιάζουν στις ζεστές, πεδινές περιοχές της Γιούτα ή στις άγονες περιοχές του Ισραήλ τις κατασκευάζυν με βόρειο προσανατολισμό για να διατηρούνται δροσερές και έξω από την καυτή λάμψη του ήλιου.[95][96]

Αριθμός φωλιών και διαστάσεις

Επεξεργασία

Σχεδόν όλοι οι αναπαραγόμενοι χρυσαετοί κατασκευάζουν περισσότερες από μία (1), φωλιές,[21] με τυπικό αριθμό φωλιών ανά ζεύγος να είναι μεταξύ 2 και 5 (2,4 στη Σουηδία [89], 4,5 στη Σκωτία,[21] 6 στο Αϊντάχο [97]). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, έχουν καταγραφεί μέχρι 12 (Αϊντάχο [97]) ή 13 φωλιές (Σκωτία [21]). Μερικά ζευγάρια χρησιμοποιούν άλλη φωλιά κάθε χρόνο, ενώ άλλοι αλλάζουν τοποθεσία φωλιάσματος. Κάποια ζευγάρια χρυσαετών μπορεί να μην χρησιμοποιήσουν μία φωλιά μέχρι και έξι χρόνια μετά την κατασκευή της.[21]

Οι φωλιές των χρυσαετών κατασκευάζονται συνήθως από χοντρά και βαριά κλαδιά δέντρων, επιστρωμένες με φρέσκο γρασίδι όταν είναι σε χρήση. Αυτό σημαίνει ότι είναι πολύ μεγάλες, αν και μικρότερες κατά μέσον όρο από τις φωλιές των λευκοκέφαλων θαλασσαετών.[98] Στο Καζακστάν, οι φωλιές των χρυσαετών ήταν παρόμοιες σε μέγεθος με εκείνες των θαλασσαετών.[99] Στη Νήσο Μαλ της Σκωτίας, όμως, οι φωλιές των θαλασσαετών ήταν ελαφρώς μεγαλύτερες, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται παχύτερα και μεγαλύτερα κλαδιά από εκείνα που χρησιμοποιούνται στις φωλιές των χρυσαετών.[21] Όταν οι φωλιές είναι κατασκευασμένες σε δένδρα, τότε είναι συνήθως ογκωδέστερες.[100]

Στην Αριζόνα, οι μέσες διαστάσεις των αετοφωλιών είναι 175,7 εκ. (μήκος) Χ 119,8 εκ. (πλάτος) Χ 65.0 εκ. (ύψος). Τα κλαδιά που χρησιμοποιούνται έχουν μήκος 185,4 εκ., διάμετρο 5,3 εκ. και βάρος 980 γραμ., κατά μέσον όρο.[98] Οι φωλιές στη Σκωτία είναι, αντίστοιχα, 133 Χ 106 Χ 79 (βάθος) εκ.[21] Στην Ουάσινγκτον είναι 90 εκ. σε βάθος και 1,2 έως 1,5 μ. σε διάμετρο, κατά μέσον όρο.[98] Οι φωλιές στη Σουηδία είναι 140 Χ 140 Χ 110 (βάθος) εκ.[89] Στο Καζακστάν 148.3 εκ. σε μήκος, 115,7 εκ. σε διάμετρο και 48 εκ. σε βάθος.[99]

  • Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη φωλιά χρυσαετού βρισκόταν πάνω σε έναν απόκρημνο λόφο κατά μήκος του ποταμού Sun στη Μοντάνα, και ήταν 6,1 μ. (20 πόδια) βαθιά και 2,59 μ. (8,5 πόδια) σε πλάτος.[101]
  • Η φωλιά του χρυσαετού μπορεί να ζυγίζει έως και 250 κιλά.[102]

Καθώς οι χρυσαετοί χρησιμοποιούν μία (1) φωλιά επανειλημμένα προσπαθούν, ταυτόχρονα, να την «ανακαινίσουν» όποτε είναι αναγκαίο, οπότε αυτή διευρύνεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων μετά από κάθε χρήση. Συχνά, όταν η φωλιά είναι πάνω σε δένδρο, τα κλαδιά μπορεί να σπάσουν από το υπερβολικό της βάρος. Κάποια μικρά πουλιά και θηλαστικά που δεν τραβάνε το «διατροφικό ενδιαφέρον» των χρυσαετών, εκμεταλλεύονται την ευκαιρία και χρησιμοποιούν την τεράστια φωλιά ως καταφύγιο, όταν χρειαστεί, και έτσι προστατεύονται από τους διώκτες τους. Αυτό έχει, κυρίως, συσχετιστεί με τρυποφράχτες στην Ευρώπη.[21] Ωστόσο, έχουν καταγραφεί να χρησιμοποιούν τη φωλιά του χρυσαετού και μεγάλα αρπακτικά πτηνά, όπως ο βασιλαετός, ο γυπαετός, ο θαλασσαετός και ο πετρίτης.[103][104][105]

Ζευγάρωμα και ωοτοκία

Επεξεργασία

Το ζευγάρωμα και η ωοτοκία ποικίλλουν ανάλογα με την επικράτεια και, μπορεί να είναι από τον Ιανουάριο μέχρι τον Νοέμβριο. Στα νότια ευρωπαϊκά εδάφη, ξεκινάνε συνήθως από τον Φεβρουάριο με Μάρτιο, ενώ στα βόρεια από τα τέλη Μαΐου μέχρι τον Ιούνιο.[100] Σε κάθε περίπτωση, το ζευγάρωμα φαίνεται να συμβαίνει περίπου 40-46 ημέρες πριν την αρχική ωοτοκία. Σε κάποιες περιπτώσεις, τρία πουλιά έχουν καταγραφεί να ζευγαρώνουν στη Σκωτία και τη Σουηδία και, συνήθως το τρίτο είναι ένα ανώριμο άτομο, αρσενικό ή θηλυκό.[21]

Ο χρόνος ωοτοκίας έχει συσχετιστεί άμεσα με το γεωγραφικό πλάτος, όπου ζει το ζευγάρι. Στις ΗΠΑ, ωοτοκία μπορεί να είναι οποτεδήποτε μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου, συνήθως τον Μάρτιο ή αργότερα. Στη Σκωτία, η ωοτοκία πραγματοποιείται από τον Μάρτιο έως τα μέσα Απριλίου.[21] Ωστόσο, στο Μάλι και τον Νίγηρα μπορεί να ξεκινήσει πολύ αργά, στα τέλη Νοεμβρίου, ενώ στο ΝΔ. Μαρόκο από τον Ιανουάριο [74][106][107] και στην Αιθιοπία, από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου.[74] Η μέση ωοτοκία στην Αρκτική Ρωσία είναι την Πρωτομαγιά.[18]

Οι ωοτοκίες που έχουν καταγραφεί κυμαίνονται σε μέγεθος από 1 έως 4 αβγά, αν και τα 2 αβγά είναι ο κανόνας. Το ένα (1) αβγό είναι αρκετά κοινό στην Ευρώπη, με τα 3 να είναι σπάνια εκεί, αλλά φαινομενικά πιο συχνό στη Βόρεια Αμερική, όπου μέχρι το 12% των ωοτοκιών περιλαμβάνουν 3 αβγά, ενώ τα 4 αβγά θεωρούνται, πολύ σπάνια περίπτωση.[21][22] Το χαμηλότερο μέσο μέγεθος ωοτοκίας, που είναι γνωστό από έρευνες, είναι 1,82 αβγά στην Οροσειρά Αλτάι της Ρωσίας,[108] ενώ το μεγαλύτερο μέσο μέγεθος 2,1 στη Μοντάνα.[109] Η εναπόθεση των αβγών των άγριων πτηνών πραγματοποιείται, συνήθως, ανά διαστήματα 3-5 ημερών, ενώ εκείνων σε αιχμαλωσία ανά διαστήματα έως 7 ή 10 ημερών.[110][111][112]

  • Οι διαστάσεις και το βάρος των αβγών των χρυσαετών κυμαίνονται αρκετά: 75 X 59 χιλιοστά, 145 γραμμάρια (Σκωτία), 76,5 Χ 59,1 και 123 (Αρμενία), 74,5 Χ 58 και 141, (Βόρεια Αμερική), αντίστοιχα.[113][114][115]

Η περίοδος επώασης διαρκεί από 41 έως 45 ημέρες, με παλαιότερες αναφερθείσες περιπτώσεις, μόλις 33 ημέρες από τη Βόρεια Αμερική που, σήμερα, θεωρούνται εσφαλμένες.[21][22] Το θηλυκό αρχίζει την επώαση από το 1o αβγό και το αρσενικό μπορεί περιστασιακά να συμμετέχει. Τρέφεται είτε μόνο του, εάν υπάρχει κοντινή πηγή τροφής, είτε με τη βοήθεια του αρσενικού. Αν, μάλιστα, υπάρξει μεγάλη ανάγκη να τραφεί το θηλυκό και ο σύντροφός της δεν βοηθήσει επαρκώς, το θηλυκό μπορεί να εγκαταλείψει την προσπάθεια φωλιάσματος.[116] Στο Άινταχο, το θηλυκό επιτελεί το 84% της επώασης κατά τη διάρκεια της ημέρας, με το αρσενικό να επιτελεί περίπου το 16%.[116] Τη νύκτα, το θηλυκό φαίνεται να αναλαμβάνει ολόκληρη την επώαση.[117]

Οι υπό εκκόλαψη νεοσσοί μπορεί να ακούγονται μέσα από το αβγό, ήδη 15 ώρες πριν. Μετά την πρώτη ρωγμή του κελύφους, δεν υπάρχει καμία δραστηριότητα για περίπου 27 ώρες. Κατόπιν, όμως, η δραστηριότητα επιταχύνεται απότομα, το κέλυφος θραύεται ολοκληρωτικά σε 35 ώρες και ο νεοσσός βγαίνει εντελώς στις 37 ώρες.[101] Με την εκκόλαψη, οι φωλεόφιλοι νεοσσοί καλύπτονται από παχύ, λευκό χνούδι και μία (1) μόλις ημέρα μετά, ζυγίζουν 105 - 115 γραμμάρια.[118] Στις πρώτες 10 ημέρες, οι νεοσσοί κείνται στο δάπεδο της φωλιάς [101] και, συνεχώς, θερμορυθμίζονται από τους γονείς τους για 20 ημέρες, περίπου.[21] Μέσα σε 10 ημέρες, οι νεοσσοί μεγαλώνουν σημαντικά, φθάνοντας τα 500 γραμμάρια, περίπου.[116] Σε αυτή την ηλικία, μπορούν να αρχίσουν να ανασηκώνονται περισσότερο. Περίπου 20 ημέρες μετά, οι νεοσσοί αρχίζουν να στέκονται, κάτι που οριστικοποιείται κατά τη διάρκεια των επόμενων 40 ημερών.[101] Το λευκωπό χνούδι, μετά από 25 ημέρες, περίπου, αρχίζει να αντικαθίσταται σταδιακά από τα πρώτα πραγματικά, σκούρα φτερά, οπότε ο νεοσσός αποκτά σκουρόλευκη, «παρδαλή εμφάνιση.[21]

Μετά την εκκόλαψη, το 80% - 90% της τροφής συλλαμβάνεται και μεταφέρεται στη φωλιά από το ενήλικο αρσενικό, που παραμένει και κυνηγάει μακριά από τη φωλιά για περίπου 74% της συνολικής περιόδου ανατροφής των νεοσσών. Αντίθετα, το θηλυκό παραμένει, κυρίως, στη φωλιά για περίπου 45 ημέρες μετά την εκκόλαψη.[116] Από την 10η μέχρι την 45η ημέρα της ηλικίας τους, οι νεοσσοί τρώνε πολύ περισσότερο φαγητό και αυξάνουν σημαντικά το σωματικό τους βάρος. Το ίδιο συμβαίνει και με το μέγεθος των γευμάτων καθ' όλη την περίοδο ωοτοκίας, καθόσον η εκτιμώμενη «μπουκιά» από σάρκα που δίνεται στους νεοσσούς, αυξάνεται από 6 χιλιοστά (κατά την επώαση) σε 15 χιλιοστά κατά την πτέρωση.[116] Στις 10-20 ημέρες οι νεοσσοί αρχίζουν να «αρπάζουν» και να «τεμαχίζουν» την τροφή, αφού πρώτα στέκονται από πάνω της, με μισάνοικτες πτέρυγες, ανοιγμένη ουρά και το κεφάλι σκυμμένο, ώστε να την καλύπτουν εντελώς. Αυτή η στάση πιστεύεται ότι είναι στοιχείο ανταγωνιστικής συμπεριφοράς, επειδή έχει παρατηρηθεί μόνο σε φωλιές με περισσότερους από έναν (1) νεοσσό. Μετά από λίγες ημέρες, οι νεοσσοί προσπαθούν να αφοδεύουν πάνω και έξω από την άκρη της φωλιάς, αλλά δεν είναι ικανοί να το πετυχαίνουν ολοκληρωτικά μέχρι να γίνουν 20 ημερών, περίπου.[21]

Η μέση ημερήσια κατανάλωση τροφής για τους θηλυκούς νεοσσούς τείνει να είναι μεγαλύτερη από εκείνη των αρσενικών. Έτσι, κατά μέσον όρο, τα θηλυκά λαμβάνουν 691 γραμμάρια τροφής την ημέρα και τα αρσενικά, μόλις 381 γραμμάρια, οπότε ζυγίζουν περίπου 500 έως 600 γραμμάρια λιγότερο από ό, τι τα θηλυκά αντίστοιχης ηλικίας.[21] Παρά το γεγονός αυτό, τα αρσενικά συνήθως έχουν την τάση να αναπτύσσονται και να πτερώνονται νωρίτερα από ό, τι τα θηλυκά.[119] Για τις πρώτες 30 ημέρες, περίπου, οι νεοσσοί εξαρτώνται πλήρως από τους γονείς τους για τη σίτιση, αλλά μετά από αυτή την περίοδο, θα αρχίσουν να στέκονται γύρω από την άκρη της φωλιάς και να εξασκούνται στον διαμελισμό της τροφής.[21] Όμως, από τις 20 ημέρες, πάνω-κάτω, αρχίζει να διαφαίνεται η πρώτη διαμόρφωση των πτερύγων και οι νεοσσοί αρχίζουν να φτερουγίζουν, με τη συχνότητα και την ένταση αυτής της συμπεριφοράς να αυξάνεται σημαντικά μέχρι να γίνουν 40 ημερών.[101] Τελικά, η πτέρωση (fledging) επιτυγχάνεται στις 66 έως 75 ημέρες στο Αϊντάχο και στις 70 έως 81 ημέρες στη Σκωτία.[101][116]

Καϊνισμός

Επεξεργασία

Λόγω της χρονικής διαφοράς έναρξης της επώασης, οι νεοσσοί διαφέρουν σε μέγεθος και ο δεύτερος, συνήθως, πεθαίνει. Αυτό, συμβαίνει διότι ο πρωτότοκος είναι μεγαλύτερος και προλαβαίνει να αρπάζει πρώτος την τροφή που φέρνει ο γονέας, με αποτέλεσμα ο δεύτερος να υποσιτίζεται. Ωστόσο, είναι συνηθέστερο, ο πρωτότοκος να εκμεταλλεύεται αυτή τη διαφορά μεγέθους και να επιφέρει διαρκή και καίρια χτυπήματα στον δευτερότοκο, με αποτέλεσμα να τον θανατώνει. Το φαινόμενο αυτό («αδελφοκτονία») της ηθολογίας των χρυσαετών, έχει -πολύ εύστοχα- κατονομαστεί ως καϊνισμός. Συμβαίνει και σε άλλα είδη του ζωϊκού και ιπτάμενου κόσμου, όπως στις κουκουβάγιες και τους ληστόγλαρους, ιδιαίτερα όμως στα είδη του γένους Aquila. Ο καϊνισμός είναι, αναμφισβήτητα, η πιο αμφιλεγόμενη πτυχή της αναπαραγωγικής ηθολογίας των χρυσαετών.[120] Παρόλο που η μητέρα φημίζεται για το υψηλό επίπεδο γονικής μέριμνας και προστασίας των μικρών της και έχει πλήρη επίγνωση της συγκεκριμένης «αδελφοκτόνου» επίθεσης, δεν παρεμβαίνει. Αυτό, ωστόσο, δεν συμβαίνει μόνο στην περίπτωση των χρυσαετών, αλλά και στα άλλα αρπακτικά πουλιά στα οποία παρατηρείται καϊνισμός.[22] Πάντως, στην περίπτωση των χρυσαετών ο καϊνισμός δεν είναι υποχρεωτικός όπως λ.χ. στον κραυγαετό (obligate), παρά μόνον όταν υπάρχει έλλειψη τροφής (facultative). Εάν, παρά ταύτα, επιβιώσουν και οι δύο νεοσσοί, μετά από διάστημα περίπου 20 ημερών, η επιθετικότητα μεταξύ των αδελφών μειώνεται, οπότε και οι δύο νεοσσοί μπορούν να φθάσουν μέχρι την πτέρωση, αν και η επιθετικότητα μπορεί να αυξηθεί και πάλι λίγο μετά από αυτήν.[21]

Η πρώτη απόπειρα «πτήσης» των νεοσσών μπορεί να είναι απότομη, με τα νεαρά πουλιά να εκτελούν μικρό άλμα, χρησιμοποιώντας μια σειρά σύντομων, «δύσκαμπτων» φτεροκοπημάτων με τις πτέρυγες ανοιγμένες αδέξια και ανώμαλη πτώση έξω από τη φωλιά.[121] Σε κάθε περίπτωση, οι νεοσσοί παραμένουν σε απόσταση, το πολύ, 100 μ. από τη φωλιά κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά την πτέρωση. Μάλιστα, διατηρούν μια σταθερή θέση όπου οι γονείς τούς φέρνουν την τροφή. Περίπου, 18-20 ημέρες μετά την πτέρωση, οι νεαροί αετιδείς πραγματοποιούν τις πρώτες κυκλικές πτήσεις τους, αλλά δεν μπορούν να κερδίσουν ύψος τόσο αποτελεσματικά όσο οι γονείς τους, μέχρι περίπου 60 ημέρες μετά την πτέρωση.[122] Όταν γίνουν 4 μηνών, περίπου, οι ανήλικοι αετοί αρχίζουν να διαφεύγουν της προσοχής των γονέων. Στην Κάμπρια της Αγγλίας, οι νεαροί χρυσαετοί παρατηρήθηκαν για πρώτη φορά να κυνηγούν μεγάλα θηράματα, 59 ημέρες μετά την πτέρωση, ενώ 75 - 85 ημέρες μετά από αυτήν ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητοι από τους γονείς τους.[21]

Από τον 1ο τους χειμώνα μέχρι τον 4ο ή 5ο, η ζωή και ηθολογία των χρυσαετών είναι ανεπαρκώς μελετημένες. Οι νεαροί χρυσαετοί διασπείρονται ευρέως κατά τη διάρκεια του 1ου έτους της ζωής τους, με τα αρσενικά να παραμένουν πιο κοντά στη γενέθλια περιοχή από τα πιο «εξερευνητικά» θηλυκά. Στη Βόρεια Ντακότα, νεαροί χρυσαετοί με ραδιοκολάρα παρέμειναν σε απόσταση 5 χιλιομέτρων από τη φωλιά για τις πρώτες 100 ημέρες μετά την ανάπτυξη του πρώτου πτερώματος αλλά, στη συνέχεια, απομακρύνθηκαν στα 15 χιλιόμετρα κατά τις επόμενες 40 ημέρες. Στο νεανικό στάδιο, τα περισσότεροι μη-αναπαραγόμενα άτομα στο Αϊντάχο, παρέμειναν σε απόσταση 100 χλμ. από τον τόπο της φωλιάς, αν και μερικά πουλιά απομακρύνθηκαν σε περισσότερα από 1.000 χιλιόμετρα μακριά από τη γενέθλια γη.[123]

 
Υπο-ενήλικος χρυσαετός

Για την ηλικία της πρώτης αναπαραγωγής των χρυσαετών, τα στοιχεία ποικίλλουν. Υπάρχουν, ωστόσο, λίγες καταγραφές ζευγών υπο-ενηλίκων ατόμων (με βάση το πτέρωμά τους) που φώλιασαν ή, ακόμη, είχαν αναπαραχθεί με επιτυχία.[124][125] Η πρώτη προσπάθεια ωοτοκίας σε έξι σημασμένους με κολάρα χρυσαετούς στο ΝΔ. Αϊντάχο έγινε, σε ηλικίες από 4-7 ετών, με την ηλικία των 5 ετών να είναι ο μέσος όρος διεθνώς.[50][123] Από τη στιγμή που προσπαθεί να φωλιάσει για πρώτη φορά, ο χρυσαετός θα επιστρέψει συχνά στη γενέθλια περιοχή του, συνήθως σε ακτίνα 7 έως 65 χλμ. από τη θέση της αρχικής φωλιάς.[126]

Αναπαραγωγική επιτυχία

Επεξεργασία

Γενικά, η αναπαραγωγική επιτυχία στους χρυσαετούς φαίνεται να είναι μεγαλύτερη όταν τα θηράματα είναι διαθέσιμα σε αφθονία.[21] Στην Κ. Γιούτα, από 87 αβγά (44 φωλιές) το 57% έδωσε εκκολαφθέντες νεοσσούς.[127] Στο Αϊντάχο, τα αντίστιχα αποτελέσματα ήταν 282 (145) / 65% [128] και στη Μοντάνα, 28 (14) / 86%.[129] Στη Σκωτία, η μεγαλύτερη αναπαραγωγική επιτυχία των χρυσαετών ήταν στα Ανατολικά Highlands, όπου οι εκεί ερεικώνες είχαν άφθονα θηράματα.[21] Στη Βόρεια Αμερική, η αναπαραγωγική επιτυχία των χρυσαετών φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με τους κύκλους αναπαραγωγικής επιτυχίας των λαγών του είδους Lepus californicus (jackrabbits).[130][131]

Οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες μπορεί να επηρεάσουν την αναπαραγωγική επιτυχία των χρυσαετών. Στην εξαιρετικά θυελλώδη και ψυχρή άνοιξη του 1984 στη Μοντάνα, ποσοστό 71% (10 από 14) από τις φωλιές που ερευνήθηκαν, απέτυχε.[132] Μια μακρά περίοδος από εξαιρετικά βροχερές, ψυχρές ανοιξιάτικες εποχές στη Σκωτία, φέρεται να είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 25% των νεοσσών που έφθασαν στην πτέρωση. Οι ίδιες οι καιρικές συνθήκες (πολύ βροχή και κρύο) δεν σκοτώνουν άμεσα τους νεοσσούς, αλλά παρακωλύουν τους γονείς να κυνηγήσουν.[133] Ωστόσο, στις ξηρές περιοχές, οι εντονότερες βροχοπτώσεις έχει το αντίθετο αποτέλεσμα και βελτιώνουν πραγματικά την επιτυχία ωοτοκίας. Οι βροχερές χρονιές στις ερήμους του Ισραήλ π.χ., έχουν ως αποτέλεσμα μεγαλύτερους πληθυσμούς από λαγούς και πέρδικες, με αντίστοιχη αύξηση της αναπαραγωγικής επιτυχίας στους χρυσαετούς.[134]

Παρόλο που, ο καϊνισμός εκτιμάται ότι κοστίζει το 80% περίπου στον κάθε 2ο νεοσσό, σε ορισμένες περιοχές του φάσματος κατανομής, το ποσοστό επιβίωσης στις «επιτυχημένες» φωλιές είναι υψηλότερο. Σε ιδανικούς οικοτόπους στη Βόρεια Αμερική (ΒΔ. ΗΠΑ και Αλάσκα), ποσοστό 38-56% των φωλιών παρήγαγαν και 2ο νεοσσό.[17] Οι πληθυσμοί στις βόρειες παρυφές του φάσματος κατανομής παράγουν μικρότερες γέννες (περίπου 12% λιγότερες) και λιγότερους νεοσσούς που φθάνουν στην πτέρωση (παραγωγικότητα του πληθυσμού περίπου 25% μικρότερη) από εκείνους στις εύκρατες περιοχές, όπως έχουν δείξει αντιπαρατειθέμενες μελέτες στην Αλάσκα και το Αϊντάχο.[17][73] Πάντως, έτσι κι αλλιώς, η θνησιμότητα στους νεοσσούς είναι πολύ υψηλή, ιδίως κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά την εκκόλαψη.[21] Από τη στιγμή που το νεαρό άτομο είναι σε θέση να κυνηγάει μόνο του, η πιθανότητα να επιβιώσει για πολλά χρόνια αυξάνεται σημαντικά (βλ. Προσδόκιμο ζωής).

Προσδόκιμο ζωής

Επεξεργασία

Οι χρυσαετοί έχουν αρκετά μεγάλη διάρκεια ζωής υπό κανονικές συνθήκες. Το ποσοστό επιβίωσής τους τείνει να αυξάνεται με το μέγεθος του σώματος. Γι’ αυτό και η ετήσια απώλεια του ποσοστού του πληθυσμού στα μικρά γεράκια είναι 30-50%, 15-25% στα μεσαία γεράκια και, μόλις 5% ή λιγότερο στους αετούς και γύπες. Το γηραιότερο γνωστό άτομο χρυσαετού ήταν ένα πουλί που δακτυλιώθηκε στη Σουηδία και ανακτήθηκε 32 χρόνια αργότερα.[21] Ο μακροβιότερος γνωστός άγριος χρυσαετός στη Βόρεια Αμερική ήταν 23 ετών και 10 μηνών.[135] Όμως, το μακροβιότερο άτομο όλων, ήταν ένας χρυσαετός σε αιχμαλωσία στην Ευρώπη, που έζησε μέχρι την ηλικία των 46 ετών.[110] Το εκτιμώμενο ετήσιο ποσοστό επιβίωσης ενηλίκων στη Νήσο Σκάι της Σκωτίας, είναι περίπου 97,5%.[136]

Τα ποσοστά επιβίωσης είναι συνήθως πολύ χαμηλότερα στους νεαρούς χρυσαετούς από ό, τι στους ενήλικες. Στα δυτικά Βραχώδη Όρη, το 50% των χρυσαετών που δακτυλιώθηκαν στη φωλιά τους, έχασαν τη ζωή τους από τη στιγμή που έγιναν 2 ετών και 6 μηνών, και εκτιμάται ότι το 75% πέθαναν από τη στιγμή που έγιναν 5 ετών.[137] Πάντως, τα ποσοστά επιβίωσης των χρυσαετών μπορεί να είναι χαμηλότερα για τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς.[17]

Θηρευτές

Επεξεργασία

Στους χρυσαετούς, οι πηγές για θνησιμότητα από φυσικούς θηρευτές, βασίζονται εν πολλοίς, σε προφορικά περιστατικά. Λόγω της αμυντικής τους ισχύος, η πιθανότητα φυσικής θήρευσης των χρυσαετών είναι σπάνια. Οι μόνοι γνωστοί, πιθανοί κίνδυνοι για τις φωλιές είναι οι αδηφάγοι, οι λεοπαρδάλεις του χιονιού και οι καφέ αρκούδες.[138] Οι περισσότεροι θάνατοι πιθανώς συμβαίνουν από τα νύχια άλλων χρυσαετών. Οι νεοσσοί, βέβαια, είναι πιο πιθανό να σκοτωθούν απ’ ό, τι τα ανήλικα ή ενήλικα άτομα. Τις φωλιές μπορεί να λυμαίνονται άλλα αρπακτικά ζώα, ειδικά τα πουλιά, τα οποία είναι, συχνά, τα μόνα μεγάλα ζώα που μπορούν να έχουν πρόσβαση στην απόκρημνη θέση της αετοφωλιάς. Για παράδειγμα, το κοράκι είναι τέτοιος θηρευτής της φωλιάς αν και, συνήθως, μόνον όταν οι γονείς την έχουν αφήσει αφύλακτη ή την έχουν εγκαταλείψει.[21]

Περιστασιακά, ένας χρυσαετός μπορεί να σκοτωθεί από το ίδιο του το θήραμα, σε αυτοάμυνα. Υπάρχει η περίπτωση ενός ατόμου που θανατώθηκε από τα αγκάθια ενός ακανθόχοιρου της Βόρειας Αμερικής (Erethizon dorsatum), στην προσπάθειά του να τον συλλάβει.[139] Στο Ιsle of Rum στη Σκωτία, υπάρχουν μερικές περιπτώσεις ελαφιών που ποδοπάτησαν χρυσαετούς, κατά πάσα πιθανότητα, από μητέρες που προσπάθησαν να σώσουν ένα ελαφάκι από τα πτηνά.[140] Αν και, συνήθως, ο χρυσαετός επικρατεί, περιστασιακά άλλα μεγάλα πουλιά μπορεί να δώσουν τρομερή μάχη εναντίον του. Μια απόπειρα σύλληψης ενός μεγάλου μπλε ερωδιού (Ardea herodias) από έναν χρυσαετό, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο και των δύο πουλιών από πληγές που υπέστησαν στη μάχη που ακολούθησε.[141] Υπάρχει τουλάχιστον μία (1) περίπτωση στη Σκωτία, όπου ένας χρυσαετός πέθανε μετά από εκτόξευση ελαιώδους υγρού από ένα φουλμάρο (Fulmarus glacialis) ένα επιβλητικό πουλί του οποίου η κύρια άμυνα κατά των αρπακτικών είναι να «ξερνάει» ελαιώδες έκκριμα, το οποίο κολλάει πάνω στις πτέρυγες του εχθρού και μπορεί να παρεμποδίσει την ικανότητά του να πετάει.[142]

Επίσης, θεωρούνται υποεκτιμημένοι οι θάνατοι χρυσαετών από φυσικά αίτια, όπως η πείνα. Στο Εθνικό Πάρκο Denali της Αλάσκας, 11 από 16 νεκρούς, νεαρούς χρυσαετούς που είχαν εκκολαφθεί στο Πάρκο, είχαν πεθάνει από πείνα.[143] Από 36 θανάτους χρυσαετών στο Αϊντάχο, ποσοστό 55%, πιθανώς, οφειλόταν σε φυσικά αίτια, συγκεκριμένα 8 (26%) από τραύμα, 3 (10%) από ασθένειες και 6 (19%) από άγνωστες αιτίες.[144] Από 266 θανάτους χρυσαετών στην Ισπανία, μόνο το 6% ήταν από άγνωστες αιτίες που δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν άμεσα σε ανθρώπινη δραστηριότητα.[107]

 
Πορτραίτο ενήλικου χρυσαετού

Η κύρια απειλή για το είδος είναι η καταστροφή των οικοτόπων του που, από τα τέλη του 19ου αιώνα, έχει οδηγήσει τους χρυσαετούς μακριά από ορισμένες περιοχές που χρησιμοποιούσαν ως ενδιαιτήματα.[145] Κατά τον 20ό αιώνα, οι χρήσεις οργανοχλωριωμένων φυτοφαρμάκων και οι δηλητηριάσεις από βαρέα μέταλλα ήταν συχνές, αλλά σήμερα έχουν μειωθεί χάρη σε αυστηρότερους κανονισμούς σχετικά με τη ρύπανση. Η μείωση των οικοτόπων και της τροφής είναι ο κύριος περιοριστικός παράγοντας στις μέρες μας. Οι συγκρούσεις με ηλεκτροφόρα καλώδια έχουν γίνει όλο και πιο σημαντική αιτία της θνησιμότητας από τις αρχές του 20ου αιώνα, ειδικά για τα νεαρά άτομα, όπως οι συγκρούσεις με οχήματα και τις μεγάλες ανεμογεννήτριες. Οι ανεμογεννήτριες έχουν συσταθεί ως εναλλακτική πηγή ενέργειας και μπορεί να φαίνεται ότι κινούνται αργά από απόσταση, αλλά από κοντά, διαπιστώνεται ότι κινούνται αρκετά γρήγορα και, στα μάτια των αρπακτικών εμφανίζονται αόρατες ή ως μια θαμπάδα.

  • Υπολογίζεται ότι μέχρι 70 χρυσαετοί μπορεί να σκοτωθούν από ανεμογεννήτριες κάθε χρόνο.[146]

Η δηλητηρίαση, εκούσια και ακούσια, είναι ίσως η πιο ύπουλη απειλή για τους χρυσαετούς. Οι συνήθεις στόχοι είναι είδη όπως το κογιότ, η αλεπού και ο γκρίζος λύκος, τα οποία θεωρούνται επιβλαβή για το ζωικό κεφάλαιο, (με υπερβολική χρέωση, συνήθως, από τους ανθρώπους). Ωστόσο, ο χρυσαετός περιστασιακά στοχεύεται εκούσια, και για τους ίδιους λόγους.

  • Οι χρυσαετοί είναι ευαίσθητοι στην ανθρώπινη όχληση ακόμη και όταν δεν φωλιάζουν. Πειραματικές μελέτες έδειξαν ότι οι πεζοί, προκαλούσαν την απομάκρυνση των χρυσαετών (flushing) στα 105-390 μ. στο Κολοράντο, με τα οχήματα να προκαλούν το ίδιο, στα 14-190 μ.[147]

Κατάσταση πληθυσμού

Επεξεργασία

Παλαιότερα διαδεδομένος σε όλη την Ολαρκτική (Holarctic), ο χρυσαετός έχει εξαφανιστεί από πολλές, πυκνοκατοικημένες πλέον, περιοχές. Παρά το γεγονός ότι εκριζώθηκε ή είναι σπάνιος σε ορισμένες επικράτειες, εξακολουθεί να είναι αρκετά κοινός σε σημαντικές περιοχές στην Ευρασία, τη Βόρεια Αμερική και τη Β. Αφρική. Ο συνολικός αριθμός των χρυσαετών εκτιμάται ότι κυμαίνεται κάπου μεταξύ 170.000 και 250.000 ατόμων, ενώ ο εκτιμώμενος συνολικός αριθμός των αναπαραγωγικών ζευγών κυμαίνεται από 60.000 έως 100.000.[21][148]

Στα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να αναπαράγεται και πάλι σε πεδινές περιοχές όπως, για παράδειγμα, στη Σουηδία και τη Δανία. Στην Κ. Ευρώπη υπήρξε μεγάλη μείωση στους πληθυσμούς του και, τώρα, ουσιαστικά περιορίζεται στα Απέννινα, τις Άλπεις και τα Καρπάθια Όρη. Στη Βόρεια Αμερική, η κατάσταση δεν είναι τόσο δραματική, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει αξιοσημείωτη πτώση.

Σε παγκόσμια κλίμακα, ο χρυσαετός δεν έχει θεωρηθεί από την IUCN, ότι απειλείται, λόγω του εκτιμωμένου παγκόσμιου πληθυσμού, γι’ αυτό και κατατάσσεται στα Είδη Ελαχίστης Ανησυχίας.[5] Αυτό, όμως, αποτελεί τον μέσον όρο παγκοσμίως και τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά, ανά χώρα, κάτι που σημαίνει ότι σε πολλές από αυτές, το είδος κινδυνεύει (π.χ. Λευκορωσία, Τσεχία)

 
Ενήλικος χρυσαετός

Κατάσταση στην Ελλάδα

Επεξεργασία

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και στο πρώτο μισό του 20ού, οι χρυσαετοί ήταν διαδεδομένοι σε όλα τα ηπειρωτικά και σε πολλά νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου σε μερικές περιοχές, μάλιστα, ήταν κοινό είδος. Η μείωση των πληθυσμών του άρχισε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με μεγάλη καθοδική τάση. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, εξαφανίστηκε σχεδόν από την Πελοπόννησο και από πολλά νησιά όπως από τη Χίο και τη Λέσβο. Ευτυχώς, απαντά ακόμη στην Κρήτη, στα 800 μ. περίπου, αλλά σε ελάχιστα ζευγάρια.[41]

Μέχρι τη δεκαετία του 1960 ο χρυσαετός είχε ευρεία κατανομή σε όλα σχεδόν τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας και σε αρκετά νησιά, σήμερα όμως περιορίζεται σε αντίστοιχα ορεινά ενδιαιτήματα της Θράκης, της Μακεδονίας και της Πίνδου (νότια μέχρι τη Στερεά Ελλάδα). Επίσης, έχει θεαθεί σε ελάχιστες θέσεις της Πελοποννήσου, της Εύβοιας, και της Κρήτης, πιθανόν και στις Κυκλάδες. Ο πληθυσμός του στην Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόλις το 1% του Ευρωπαϊκού.[149] Γενικά, προτιμάει ανοικτές εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση και αποφεύγει τα δάση, χωρίς αυτά να είναι απαγορευτικά για την παρουσία του, καθώς χρησιμοποιεί τα δασικά ξέφωτα για κυνήγι, ενώ το καλοκαίρι παρατηρείται συχνά στην αλπική ζώνη.

Φωλιάζει κυρίως σε βράχια αλλά, π.χ. στο δάσος της Δαδιάς, ακόμη και σε δέντρα. Η διατροφή του είναι, κυρίως πουλιά και θηλαστικά μικρού και μεσαίου μεγέθους (λαγοί, σκίουροι, κουνάβια, αλεπούδες, γάτες, σκύλοι), ερπετά, καθώς και θνησιμαία, ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Στην ηπειρωτική Ελλάδα και ιδιαίτερα στη Μακεδονία και στη Θράκη, οι χρυσαετοί τρέφονται πολύ συχνά με χελώνες, που τις ρίχνουν από ψηλά στα βράχια για να σπάσουν το καβούκι τους, ενώ στην Κρήτη τα νεογέννητα αμνοερίφια αποτελούν ενίοτε μέρος της διατροφής τους. Στη μεγαλόνησο η αναπαραγωγική επιτυχία του είδους εκτιμήθηκε σε 0,51 νεοσσούς/επικράτεια/έτος, αλλά με μία (1) μόνον επιτυχημένη προσπάθεια κάθε δεύτερο έτος.[41]

Στην Ελλάδα, ο αναπαραγόμενος πληθυσμός εμφανίζει μειωτικές τάσεις, με σοβαρότερη απειλή τη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων, που προορίζεται για άλλα ζώα. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο σε ορισμένες περιοχές (Ήπειρος, Θεσσαλία κ.ά.) και έχει, κυριολεκτικά, αφανίσει τους πληθυσμούς του χρυσαετού από πολύ μεγάλες περιοχές.[150] Άλλη αιτία είναι η λαθροθηρία, με σκοπό την ταρίχευση.

Λόγω των προαναφερθέντων κινδύνων και της μειωτικής του τάσης, ειδικά για την Ελλάδα, εντάσσεται στην κατηγορία Κινδυνεύοντα EN [C1, D] .[151] Η παλαιότερη ταξινόμηση ήταν στην κατηγορία Τρωτά (Vulnerable VU).[152]

  • Απαιτούνται: αυστηρή εφαρμογή της κυνηγετικής νομοθεσίας, άμεση ενημέρωση των κυνηγών και η διακοπή ή ο αυστηρός έλεγχος χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων, συστηματική απογραφή του ελληνικού πληθυσμού, διαχείριση και προστασία των περιοχών τροφοληψίας, τεχνητή τροφοδοσία σε ταΐστρες, μείωση της θηρευτικής πίεσης στα είδη που αποτελούν μέρος της τροφής του (π.χ. πέρδικες, λαγοί), εντοπισμός των πιο παραγωγικών επικρατειών και αποτελεσματικότερη προστασία τους και, τέλος, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού.[41]

Άλλες ονομασίες

Επεξεργασία

Ο Χρυσαετός απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες, Χρυσάετος, Χρυσαητός, Λαγουδέρα (Άνδρος), Καρτάλι (Θράκη), Βιτσίλα, Πνιγαροβιτσίλα (Κρήτη), Σκαροβιτσίλα [153], (Γ)ιτσίλλα (Έλυμπος Καρπάθου) και Χρυσογεράκα (Κύπρος).[154]

Κουλτούρα

Επεξεργασία

Ιερακοθηρία

Επεξεργασία

Οι χρυσαετοί έχουν χρησιμοποιηθεί διαχρονικά στην ιερακοθηρία, ήδη από τον Μεσαίωνα. Στην Ασία ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκαν σε ομάδες για να κυνηγήσουν ζώα, όπως ελάφια, αντιλόπες και λύκους, ενώ η χρήση τους στην Ευρώπη, ήταν αποκλειστικά προνόμιο των αυτοκρατόρων.[155][156]

Ο χρυσαετός υπήρξε το ιερό πουλί του Δία στην αρχαιότητα και ως εκ τούτου δείκνυε ισχύ. Ο Αλέξανδρος ΙΙΙ υιοθετεί τον χρυσαετό ως σύμβολο ισχύος και εμφανίζεται ως επίσημο κρατικό σύμβολο σε νομίσματα των διαδόχων (π.χ. τετράδραχμα και πεντάδραχμα) του Πτολεμαίου Α΄ του Λάγου ή Λαγίδη γνωστού ως ῾Σωτήρ῾, ιδρυτή της Πτολεμαϊκής Δυναστείας των Λαγιδών (323 π.Χ.-30 μ.Χ.). Ο χρυσαετός υπήρξε το πρότυπο για την aquila, το σύμβολο των ρωμαϊκών λεγεώνων. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, σύμβολο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας γίνεται ο δικέφαλος αετός, όπου το ένα κεφάλι κοιτάει την ανατολή και το άλλο τη δύση. Ο ρωμαϊκός αετός και ο δικέφαλος αετός εμφανίζονται σε χώρες όπως η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και σε πολλά σύγχρονα κράτη όπως η Αλβανία, Γερμανία, Αυστρία, Μεξικό, Ρωσία και Καζακστάν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής επίσης υιοθετούν τον αετό ως σύμβολο όμως στις ΗΠΑ επιλέχθηκε ο λευκοκέφαλος θαλασσαετός που είναι ενδημικό είδος στη χώρα αυτή.

 
Ο θυρεός της Αιγύπτου

Ο χρυσαετός απαντά και στον αραβικό κόσμο, όπου ο αετός είναι ιστορικά ένα σύμβολο ισχύος στην αραβική ποίηση και, σύμφωνα με το μύθο, το προσωπικό έμβλημα του Σαλαντίν. Σύμφωνα, μάλιστα, με αυτή την παράδοση, το έμβλημα υιοθετήθηκε από το κίνημα των Αράβων εθνικιστών και, σήμερα, εμφανίζεται στους θυρεούς της Αιγύπτου, του Ιράκ και της Παλαιστίνης. Είχε εμφανιστεί προηγουμένως στους θυρεούς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Υεμένης (1967 - 1990) και της Λιβυκής Αραβικής Δημοκρατίας (1970-1972). Το σημερινό έμβλημα της Υεμένης εμφανίζει έναν χρυσαετό, αλλά δεν είναι εκείνος του Σαλαντίν.

Παραπομπές

Επεξεργασία
  1. Howard & Moore, p. 98
  2. 2,0 2,1 Howard & Moore, p. 113
  3. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175407
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 110
  5. 5,0 5,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22696060/0
  6. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=aquila[νεκρός σύνδεσμος]
  7. http://artflx.uchicago.edu/cgi-bin/philologic/getobject.pl?c.0:3284.lewisandshort[νεκρός σύνδεσμος]
  8. Linnaeus, 1758
  9. Brisson
  10. 10,0 10,1 10,2 http://www.hbw.com/species/golden-eagle-aquila-chrysaetos
  11. Weesie
  12. Sánchez
  13. Howard
  14. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id= Αρχειοθετήθηκε 2016-08-29 στο Wayback Machine. 22696060
  15. Howard and Moore, p. 113
  16. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22696060
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 McIntyre et al
  18. 18,0 18,1 Dementiev & Gladkov
  19. Sherrington
  20. Brodeur et al
  21. 21,00 21,01 21,02 21,03 21,04 21,05 21,06 21,07 21,08 21,09 21,10 21,11 21,12 21,13 21,14 21,15 21,16 21,17 21,18 21,19 21,20 21,21 21,22 21,23 21,24 21,25 21,26 21,27 21,28 21,29 21,30 21,31 21,32 21,33 21,34 21,35 21,36 21,37 21,38 21,39 21,40 21,41 21,42 Watson
  22. 22,00 22,01 22,02 22,03 22,04 22,05 22,06 22,07 22,08 22,09 22,10 Ferguson-Lees et al
  23. Palmer
  24. Thévenot et al
  25. "Golden Eagle, Life History". All About Birds. Cornell Lab of Ornithology
  26. Lang et al
  27. Grimmett et al
  28. 28,0 28,1 Shirihai & Roselaar
  29. Ritchie & Curatolo
  30. 30,0 30,1 Petersen et al
  31. Marr & Knight
  32. 32,0 32,1 Craig & Craig
  33. Marzluff et al
  34. Millsap
  35. Root
  36. 36,0 36,1 36,2 Hunt et al
  37. Spofford
  38. Singer
  39. 39,0 39,1 Millsap & Vana
  40. Wingfield
  41. 41,0 41,1 41,2 41,3 Handrinos & Akriotis, p. 141
  42. del Hoyo et al
  43. Bortolotti
  44. Fowler & Cope
  45. Ferguson-Lees & Christie
  46. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2015. 
  47. http://bna.birds.cornell.edu/bna/acl_users/credentials_cookie_auth/require_login?came_from=http%3A//bna.birds.cornell.edu/bna/species/684/articles/measurements/species_article_view
  48. 48,0 48,1 48,2 Bruun, p. 72
  49. Perrins
  50. 50,0 50,1 50,2 50,3 Brown & Amadon
  51. http://newwest.net/main/article/largest_wild_golden_eagle_captured_in_jackson_hole/
  52. 52,0 52,1 52,2 Wood
  53. Όντρια, σ. 79
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 Jollie
  55. 55,0 55,1 Liguori
  56. Tjernberg
  57. Rasmussen & Anderton
  58. Donázar et al
  59. allaboutbirds.org.
  60. Ferguson, 2001
  61. Olendorff
  62. 62,0 62,1 Haller
  63. http://de.wikipedia.org/wiki/Steinadler
  64. 64,0 64,1 Cornell University. Bna.birds.cornell.edu.
  65. R. F. Porter et al
  66. ADW: Aquila chrysaetos: INFORMATION. Animaldiversity.ummz.umich.edu. Retrieved on 2012-08-22
  67. http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=VklTs-Tid_I
  68. Powerful feet and talons help birds of prey make their living | Lubbock Online | Lubbock Avalanche-Journal. Lubbock Online (2006-03-26). Retrieved on 2012-08-22
  69. 69,0 69,1 69,2 Brown
  70. http://animaldiversity.org/site/accounts/information/Aquila%20chrysaetos.html
  71. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Οκτωβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 2015. 
  72. http://www.nature.com/nature/journal/v134/n3383/abs/134325c0.html
  73. 73,0 73,1 73,2 Collopy & Edwards
  74. 74,0 74,1 74,2 Clouet et al
  75. Haller, 1982
  76. Donazar et al
  77. Watson & Dennis
  78. Mathieu & Choisy
  79. Grubac
  80. Mickev et al
  81. Fasce & Fasce
  82. Handrinos & Akriotis, p.141
  83. Fernandez
  84. del Moral
  85. Ararat et al
  86. Bergo
  87. Randia & Tammur
  88. Ivanovski
  89. 89,0 89,1 89,2 Tjernberg, 1983
  90. Baglien
  91. 91,0 91,1 91,2 91,3 Menkens & Anderson
  92. Seibert et al
  93. Ward et al
  94. Philops et al
  95. Bahat
  96. Mosher & White
  97. 97,0 97,1 Beecham & Kochert
  98. 98,0 98,1 98,2 Grubb & Eakle
  99. 99,0 99,1 Katzner et al
  100. 100,0 100,1 Harrison,p. 102
  101. 101,0 101,1 101,2 101,3 101,4 101,5 Ellis
  102. Kulves
  103. Poole & Bromley
  104. Margalida & García
  105. Ratcliffe
  106. Heim de Balzac & Maynaud
  107. 107,0 107,1 Arroyo et al
  108. Irisov & Irisov
  109. McGahan
  110. 110,0 110,1 Gordon
  111. Kish, 1970
  112. Kish, 1972
  113. Hanna
  114. Bent
  115. Steinbeck
  116. 116,0 116,1 116,2 116,3 116,4 116,5 Collopy
  117. Everett
  118. Summer, 1929a,b
  119. Newton
  120. Simmons
  121. Camenzind
  122. Walker
  123. 123,0 123,1 Steenhof et al
  124. Teresa
  125. Bates
  126. Grant & McGrady
  127. Smith & Murphy
  128. http://bna.birds.cornell.edu/bna/
  129. Reynolds
  130. Steenhof & Kochert
  131. Murphy
  132. Phillips et al
  133. Haworth et al
  134. Bahat & Mendelssohn
  135. Klimkiewicz
  136. Perrins & Birkhead
  137. Harmata
  138. ADW: Aquila chrysaetos: INFORMATION. Animaldiversity.ummz.umich.edu.
  139. Lano
  140. Love
  141. Santy
  142. Gordon, 1971
  143. McIntyre et al, 2006
  144. Bortolotti, 1984b
  145. Henninger
  146. Feds propose allowing wind-farm developer to kill golden eagles – U.S. News. Usnews.msnbc.msn.com (2012-01-04)
  147. Holmes
  148. Rich et al
  149. Ξηρουχάκης Σταύρος, στο Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», σ. 268
  150. Handrinos (I), p. 228
  151. Ξηρουχάκης, σ. 228
  152. RDB, σ. 217
  153. Απαλοδήμος, σ. 21-22
  154. http://avibase.bsc-eoc.org/species[νεκρός σύνδεσμος]
  155. Hollinshead
  156. Warhol & Reiter
  • Ξηρουχάκης Σταύρος, στο Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ararat, K.; Fadhil, O.; Porter, R.F.; Salim, M. (2011). Breeding birds in Iraq: important new discoveries. Sandgrouse 33 (1): 12–33. ISSN 0260-4736
  • Arroyo, B., Ferreiro, E. & Garza, V. (1990). El Aquila Real Aquila chrysaetos en Spana: distribution, reproduccion y conservacion. ICONA, Madrid.
  • Baglien, J. W. 1975. Biology and habitat requirements of the nesting Golden Eagle in southwestern Montana. Master's Thesis. Montana State University, Bozeman.
  • Bahat, O. (1989). Aspects in the ecology and biodynamics of the Golden Eagle (Aquila chrysaetos homeyeri) in the arid regions of Israel. Master's Thesis. Tel Aviv Univ. Tel Aviv, Israel
  • Bahat, O.; Mendelssohn, H. (1996). The long-term effect of precipitation on the breeding success of Golden Eagles in the Judean and Negev Deserts, Israel. Eagle Studies (PDF). pp. 517–522.
  • Bates, G. G. (2009). Breeding of Sub-Adult Golden Eagle. Bird Study 23 (4): 284. doi:10.1080/00063657609476516.
  • Beecham, I.J.; Kochert, M.N. (1975). Breeding biology of the golden eagle in southwestern Idaho (PDF). Wilson Bulletin 87 (4): 506–513
  • Bent, A.C. (1937). Life histories of North American Birds of Prey. Part 1. U.S. National Museum Bulletin, 167: 1–109.
  • Bergo, G. 1984. Population size, spacing and age structure of Golden Eagles Aquila chrysaetos (L.) in Handaland, West Norway. Fauna Norvegica, Series C, Cindus: 7: 106–108.
  • Bortolotti, G.R. (1984). Age and sex size variation in Golden Eagles. Journal of Field Ornithology 55 (1): 54–66. JSTOR 4512857
  • Bortolotti, G.R. (1984b). Trap and poison mortality of Golden and Bald Eagles. Journal of Wildlife Management 48 (4): 1173–9. JSTOR 3801778.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Brisson; Mathurin Jacques (1760). Ornithologie; ou, Méthode contenant la division des oiseaux en ordres, sections, genres, espéces & leurs variétés. &c. Paris: C.J.B. Bauche. pp. 28, 419
  • Brodeur, S.; Décarie, R.; Bird, D.M.; Fuller, M. (1996). Complete migration cycle of Golden Eagles breeding in northern Quebec (PDF). Condor 98 (2): 293–9. JSTOR 1369147.
  • Brown, L. (1976). Eagles of the World. David and Charles. ISBN 0360003184.
  • Brown, Leslie; Amadon, Dean (1986). Eagles, Hawks and Falcons of the World. Wellfleet. ISBN 978-1555214722
  • Camenzind, F. J. (1969). Nesting ecology and behavior of the Golden Eagle Aquila chrysaetos. Brigham Young University Science Bulletin, Biological Series 10: 4–15.
  • Clouet, M.; Barrau, C.; Goar, J.L. (1999). The Golden Eagle (Aquila chrysaetos) in the Bale Mountains, Ethiopia (PDF). Journal of Raptor Research 33 (2): 102–9
  • Collopy, M.W. (1984). Parental care and feeding ecology of Golden Eagle nestlings. Auk 101 (4): 753–760. JSTOR 4086902.
  • Collopy M. W., T. C. Edwards: Territory size, activity budget, and role of undulating flight in nesting Golden Eagles. In: Journal of Field Ornithology. 60, S. 43–51, zitiert in: J. Watson: The Golden Eagle. Poyser, London 1997, S. 92, dort fehlerhafte Quellenangaben korrigiert
  • Craig, T.H.; Craig, E.H. (1984). Results of a helicopter survey of cliff nesting raptors in a deep canyon in southern Idaho (PDF). Journal of Raptor Research 18 (1): 20–25
  • del Moral, J. C. (2009). The Golden Eagle: breeding population in 2008 and census method. Seguimiento de Aves 32: 1–185.
  • Dementiev, G.P. & Gladkov, N.A. (1966). Birds of the Soviet Union, Vol. 1. Israel Programme of Scientific Translations, Jerusalem
  • Donazar, J.A.; Cellabos, O.; Fernandez, C. (1989). Factors influencing the distribution and abundance of seven cliff nesting raptors: a multivariate study. In Meyburg, B.-U.; Chancellor, R.D. Raptors in the modern world : proceedings of the III World Conference on Birds of Prey and Owls, Eilat, Israel, 22–27 March 1987. World Working Group on Birds of Prey and Owls. pp. 542–552. ISBN 3980196100
  • Ellis, D. H. (1986). Extremely tall eagle nests. National Geographic. 2:517–519.
  • Fasce, P. & Fasce, L. (1984). L’Aquila Reale in Talia: Ecologia e Conservazione. Lega Italian Porotezione Uccelli, Serie Scientifica, Parma.
  • Ferguson-Lees, Christie, Franklin, Mead & Burton. Houghton Mifflin (2001), Raptors of the World by ISBN 0-618-12762-3
  • Fernandez, C. (1987). Seasonal variation in the feeding habits of a pair of Golden Eagles in Navarra. L'Aigle Royal en Europe. pp. 107
  • Fowler, J.M.; Cope, J.B. (1964). Notes on the Harpy Eagle in British Guiana. Auk 81 (3): 257–273. JSTOR 4082683
  • Gordon, S. (1955). The Golden Eagle; king of birds. 1st Am. ed. Citadel Press, New York.
  • Gordon, S. (1971). Oil and the eagle: an unsolved riddle. Country Life, December: 1639.
  • Grant, J. R.; McGrady, M. J. (1999). Dispersal of Golden Eagles Aquila chrysaetos in Scotland. Ringing & Migration 19 (3): 169. doi:10.1080/03078698.1999.9674178.
  • Grubac, R. (1987). L'Aigle Royal en Macedone. L'Aigle royal (aquila chrysaëtos) en Europe : actes du 1er Colloque international sur l'aigle royal en Europe, 13, 14, 15, juin 1986 à Arvieux. Briançon, France: Maison de la nature. pp. 37–39. OCLC 20594788
  • Grubb, T.G.; Eakle, W.L. (1987). Comparative morphology of Bald and Golden eagle nests in Arizona. Journal of Wildlife Management 51 (4): 744–8. JSTOR 3801736.
  • Haller H.: Der Steinadler in Graubünden. In: Der Ornithologische Beobachter. Beiheft 9, 1996, S. 31
  • Haller, H. (1982). Raumorganisation und Dynamik einer Population des Steinadlers Aquila chrysaetos 'm den Zentralalpen. Der Orinthologische Beobachter, 79: 163–211
  • Hanna, W. C. (1930). Notes on the Golden Eagle in southern California. Condor 32 (2): 121–3. JSTOR 1363531
  • Harmata, A.R. (2002). Encounters of Golden Eagles banded in the Rocky Mountain West. Journal of Field Ornithology 73: 27–32. doi:10.1648/0273-8570-73.1.23.
  • Haworth, P.R., Fielding, A.K., Whitfield, D.P. & Reid, R. (2009). Diet and breeding success in Golden Eagles: implications for land management. Report by Haworth Conservation to Scottish Natural Heritage.
  • Heim de Balzac, H. & Maynaud, N. (1962). Les Oiseaux du Nord-Ouest de l’Afrique. Lechevalier, Paris.
  • Hollinshead, Martin (1995). Hawking with golden eagles. Surrey, British Columbia: Hancock House. ISBN 0-88839-343-1
  • Holmes, T.L.; Knight, R.L.; Stegall, L.; Craig, G.R. (1993). Responses of wintering grassland raptors to human disturbance (PDF). Wildlife Society Bulletin 21: 461–468.
  • Howard, H. (1947). An ancestral Golden Eagles a question in taxonomy. Auk 64 (2): 287–291. JSTOR 4080550.
  • Hunt, W. G., Jackman, R.E. Brown, T. L., Gilardi, J. G., Driscoll, D. E. & Culp, L. 1995. A pilot Golden Eagle population study in the Altamont Pass Wind Resource Area, California. Predatory Bird Research Group, University of California, Santa Cruz.
  • Irisov, E.A. & Irisov, N.L. 1998. On distribution and biology of Golden Eagle in Altai. Modern Ornithology. Moscow, pp. 139–156.
  • IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: September 2015)
  • Jollie, Malcolm (1947). Plumage Changes in the Golden Eagle (PDF). Auk (American Ornithologists' Union) 64 (4): 549–576. doi:10.2307/4080715. JSTOR 4080715.
  • Katzner, T. E., Brandes, D., Miller, T., Lanzone, M., Maisonneuve, C., Tremblay, J. A., Mulvihill, R., Merovich Jr, G. T. 2012. Topography drives migratory flight altitude of golden eagles: implications for on-shore wind energy development. Journal of Applied Ecology49: 1178–1186.
  • Katzner, T. E., Smith, B. W., Miller, T. A., Brandes, D., Cooper, J., Lanzone, M., Brauning, D., Farmer, C., Harding, S., Kramar, D. E., Koppie, C., Maisonneuve, C., Martell, M., Mojica, E. K., Todd, C., Tremblay, J. A., Wheeler, M., Brinker, D. F., Chubbs, T. E., Gubler, R., O'Malley, K., Mehus, S., Porter, B., Brooks, R. P., Watts, B. D., Bildstein, K. L. 2012. Status, biology, and conservation priorities for North America's eastern Golden Eagle (Aquila chrysaetos) population. The Auk 129: 168-176
  • Kish, F. (1970). Egg laying and incubation by American Golden eagles: At Topeka Zoo. International Zoo Yearbook 10: 26. doi:10.1111/j.1748-1090.1970.tb01260.x.
  • Kish, F. (1972). First breeding by American Golden eagles (Aquila chrysaetos canadensis) at Topeka Zoo. International Zoo Yearbook 12: 136. doi:10.1111/j.1748-1090.1972.tb02300.x
  • Klimkiewicz, M. K. (1997). Longevity records of North American birds, Version 97.1. Patuxent Wildlife Rescue Center, Bird Banding Laboratory. Laurel, MD.
  • Kulves, H. Havornens Haliaeetus albicilla albicilla L ekogi pa Aland. Skrifer utgiuna av Alands Kultus tense Lnr 9.
  • Lang, A.; Bishop, M.A.; Le Seuer, A. (2007). An annotated list of birds wintering in the Lhasa river watershed and Yamzho Yumco, Tibet Autonomous Region, China (PDF). Forktail 23
  • Lano, A. (1922). Golden Eagle Aquila chrysaetos and porcupine. Auk 39 (2): 258–9. JSTOR 4073972.
  • Liguori, Jerry (2004). How to Age Golden Eagles (PDF). Birding: 278–283
  • Linnaeus 1758, [Falco] cera lutea, pedibus lanatis, corpore fusco ferrugineo vario, cauda nigra basi cinereo-undulata – "A [diurnal raptor] with yellow cere, [feathered tarsometatarsus], body dusky brown variegated with rusty, tail black with ashy-waved base."
  • Love, J.A. (1989). Eagles. Whittet Books, London.
  • Margalida, A.; García, D. (1999). Nest use, interspecific relationships and competition for nests in the Bearded Vulture Gypaetus barbatus in the Pyrenees: Influence on breeding success. Bird Study 46 (2): 224. doi:10.1080/00063659909461134.
  • Marr, N.V.; Knight, R.L. (1983). Food Habits of Golden Eagles in Eastern Washington. Murrelet 64 (3): 73–77. JSTOR 3535265.
  • Marzluff, J.M.; Knick, S.T.; Vekasy, M.S.; Schueck, L.S.; Zarriello, T.J. (1997). Spatial use and habitat selection of Golden Eagles in southwestern Idaho (PDF). Auk 114 (4): 673–687. JSTOR 4089287
  • Mathieu, R. & Choisy, J.P. (1982). L'Aigle Royal Aquila chrysaetos dans les Alpes Meridonales Francaises de 1964 a 1980. Essai sur la distribution, les effectifs, le regime alimentaire et la reproduction. Bievre, 4: 1–32.
  • McGahan, J. (1968). Ecology of the Golden Eagle. Auk 85 (1): 1–12. JSTOR 4083617
  • McIntyre, C.L.; Douglas, D.C.; Collopy, M.W. (2008). Movements of golden eagles (Aquila chrysaetos) from interior Alaska during their first year of independence. Auk 125 (1): 214–224. doi:10.1525/auk.2008.125.1.214
  • McIntyre, C.L.; Collopy, M.W.; Lindberg, M.S. (2006). Survival probability and mortality of migratory juvenile Golden Eagles from Interior Alaska. Journal of Wildlife Management 70 (3): 717–722. doi:10.2193/0022-541x(2006)70[717:spamom]2.0.co;2. JSTOR 3803426.
  • Menkens, Jr., G.E.; Anderson, S.H. (1987). Nest site characteristics of a predominantly tree-nesting population of Golden Eagles (PDF). Journal of Field Ornithology 58 (1): 22–25.
  • Mickev, T., Petrov, T., Profirov, L., Yankov, P. & Gavrailov, S. (1989). Distribution and nature-defensive status of the Golden Eagle Aquila chrysaetos chrysaetos (L., 1758) in Bulgaria. Bulletin of South Bulgaria, 25: 75–87.
  • Millsap, B.A. (1981). Distributional status of Falconiformes in west central Arizona-with notes on ecology, reproductive success and management. Technical Note 355. U.S. Department of the Interior, Bureau of Land Management.
  • Millsap, B.A.; Vana, S.L. (1984). Distribution of wintering Golden Eagles in the eastern United States. Wilson Bulletin 96 (4): 692–701. JSTOR 4162004
  • Mosher, J.A.; White, C.M. (1976). Directional exposure of Golden Eagle nests. Canadian Field-Naturalist 90: 356–359
  • Murphy, J.R. (1975). Status of the Golden Eagle in central Utah 1967–1973. Raptor Research Report 3: 91–96.
  • National Geographic Field Guide To The Birds Of North America, 4th Edition. 2002. ISBN 978-0-79226-877-2.
  • Newton, I. (1979). Population Ecology of Raptors. Poyser, Berkhamsted.
  • Olendorff, Richard R. (1976). The Food Habits of North American Golden Eagles. American Midland Naturalist (The University of Notre Dame) 95 (1): 231–236. doi:10.2307/2424254
  • Palmer, R.S. (1988). Golden eagle: Aquila chrysaetos. Family Accipitridae (concluded) Buteos, Golden Eagle, Family Falconidae, Crested Caracara, Falcons. Handbook of North American birds 5. Yale University Press. pp. 180–231. ISBN 0300040601
  • Perrins, C.M. & Birkhead, T.R. (1983).Avian ecology. New York: Chapman & Hall
  • Petersen, M.R.; Weir, D.N.; Dick, M.H. (1991). Birds of the Kilbuck and Ahklun Mountain Region, Alaska. North American Fauna 76: 1. doi:10.3996/nafa.76.0001.
  • Peterson Roger Tory (15 May 1998). A Field Guide to Western Birds: A Completely New Guide to Field Marks of All Species Found in North America West of the 100th Meridian and North of Mexico. Houghton Mifflin Harcourt. pp. 180–. ISBN 978-0-395-91174-7
  • Phillips, R. L., A. H. Wheeler, J. M. Lockhart, T. P. McEneaney, and N. C. Forrester. (1990). Nesting ecology of Golden Eagles and other raptors in southeastern Montana and northern Wyoming. Technical Report 26. U.S. Department of the Interior, Fish & Wildlife Service, Washington, D.C.
  • Poole, K.G.; Bromley, R.G. (1988). Interrelationships within a raptor guild in the central Canadian arctic. Canadian Journal of Zoology 66 (10): 2275–82. doi:10.1139/z88-338.
  • Porter R. F, I. Willis, S. Christensen, B. P. Nielsen: Flight Identification of European Raptors. T. & A. D. Poyser London 1981: S. 45
  • Randia, T.; Tammur, E. (1996). Population trends and breeding success of the Golden Eagle Aquila chrysaetos I Estonia 1935–1991. In Meyburg, B.-U.; Chancellor, R.D. Eagle Studies. Weltarbeitsgruppe für Greifvögel und Eulen. pp. 483–7. ISBN 3980196119.
  • Ratcliffe, D.A. (1990). Bird life of mountains and upland. University Press, Cambridge
  • Reynolds III, H. V. (1969). Population status of the Golden Eagle in south-central Montana. Master's Thesis. University of Montana, Missoula
*Rich, T.D.; Beardmore, C.J.; Berlanga, H.; Blancher, P.J.; Bradstreet, M.S.W.; Butcher, G.S.; Demarest, D.W.; Dunn, E.H.; Hunter, W.C.; Inigo-Elias, E.E.; Martell, A.M.; Panjabi, A.O.; Pashley, D.N.; Rosenberg, K.V.; Rustay, C.M.; Wendt, J.S.; Will, T.C. 2004. Partners in flight: North American landbird conservation plan. Cornell Lab of Ornithology, Ithaca, NY.
  • Ritchie, R.J.; Curatolo, J.A. (1982). Notes on Golden Eagle productivity and nest site characteristics, Porcupine River, Alaska, 1979–1982 (PDF). Raptor Research 16 (4): 123–7.
  • Root, T.L. (1988). Atlas of wintering North American birds; an analysis of Christmas Bird Count data. University of Chicago Press. ISBN 0226725391.
  • Sánchez Marco, A. (2004). Avian zoogeographical patterns during the Quaternary in the Mediterranean region and paleoclimatic interpretation (PDF). Ardeola 51 (1): 91–132
  • Santy, D. (1964). A recollection of an encounter between a Golden Eagle and a Great Blue Heron. Blue Jay 22: 55.
  • Seibert, D. J., R. J. Oakleaf, J. M. Laughlin, and J. L. Page. (1976). Nesting ecology of Golden Eagles in Elko County, Nevada. Technical Note 281. U.S. Department of the Interior, Bureau of Land Management, Denver, CO.
  • Sherrington, P. (1993). Golden Eagle migration the Front Ranges of the Alberta Rocky Mountains. Birders Journal 2: 195–204.
  • Shirihai, H.; Roselaar, C.S. (1996). The Birds of Israel: A Complete Avifauna and Bird Atlas of Israel. Academic Press. ISBN 0126402558
  • Simmons, R. (1988). Offspring quality and the evolution of cainism. Ibis 130 (3): 339–357. doi:10.1111/j.1474-919X.1988.tb08809.x.
  • Singer, F.J. (1974). Status of the Osprey, Bald Eagle, and Golden Eagle in the Adirondacks. New York Fish & Game Commission Journal 21: 18–31
  • Smith, D.G.; Murphy, J.R. (1979). Breeding responses of raptors to jackrabbit density in the eastern Great Basin Desert of Utah (PDF). Raptor Research 13 (1): 1–14.
  • Spofford, W.R. (1971). The breeding status of the Golden Eagle in the Appalachians. American Birds 25: 3–7
  • Steenhof, K.; Kochert, M.N.; Moritsch, M.Q. (1984). Dispersal and migration of southwestern Idaho raptors (PDF). Journal of Field Orinthology 55 (3): 357–368
  • Steenhof, K.; Kochert, M.N. (1988). Dietary response of three raptor species to changing prey densities in a natural environment. Journal of Animal Ecology 57 (1): 37–48. JSTOR 4761.
  • Steinbeck, W. (1884). The Golden Eagle (Aquila chrysaetus [sic]) . Ornithol. Oolog. 9:58
  • Sumner, Jr., E. L. (1929a). Comparative studies in the growth of young raptors. Condor 31 (3): 85–111. JSTOR 1363091.
  • Sumner, Jr., E. L. (1929b). Notes on the growth and behavior of young Golden Eagles. Auk 46 (2): 161–9. JSTOR 4075690
  • Teresa, S. (1980). Golden Eagles successfully breeding in subadult plumage (PDF). Raptor Research 14 (3): 86–87.
  • Thévenot, M., Bergier, P. & Beaubrun, P. (1985). Present distribution and status of raptors in Morocco. In Newton, I.; Chancellor, R.D. Conservation studies on raptors. ICBP Technical Publication 5. International Council for Bird Preservation. pp. 83–101. ISBN 094688806X.
  • Tjernberg, M. (1988). Age determination of Golden Eagles, Aquila chrysaetos. Vår fågelvärld 47: 321–334. ISSN 0042-2649
  • Tjernberg, M. (1983). Habitat and nest site features of Golden Eagles Aquila chrysaetos in Sweden. Swedish Wildlife Research, 12: 131–163
  • Walker, D.G. (1987). Observation on the post-fledging period of the Golden Eagle Aquila chrysaetos in England. Ibis 129: 92–96. doi:10.1111/j.1474-919X.1987.tb03163.x.
  • Ward, J. P., L. R. Hanebury, and R. L. Phillips. (1983). Raptor inventory of coal areas in western North Dakota. Report prepared for U.S. Fish & Wildlife Service, Bismarck Field Office, Bismarck, ND.
  • Warhol, Tom; Reiter, Chris (2003). Eagles. Marshall Cavendish. pp. 18–19. ISBN 0-7614-1578-5. Retrieved 1 January 2010.
  • Watson, J. 2010. The Golden Eagle. T. & A.D. Poyser, London
  • Watson, J.; Dennis, R.H. (1992). Nest site selection by Golden Eagles Aquila chrysaetos in Scotland (PDF). British Birds 85 (9): 469–481.
  • Weesie, P.D.M. (1988). The Quaternary avifauna of. Crete, Greece. Palaeovertebrata 18 (1): 1–94
  • Wingfield, G.A. (1991). Central plains buteos and Golden Eagle. In Pendleton, B.G. Proceedings of the Midwest raptor management symposium and workshop. National Wildlife Federation. pp. 60–68. ISBN 0945051506
  • Wood, Gerald (1983). The Guinness Book of Animal Facts and Feats. ISBN 978-0-85112-235-9.

Βιβλιογραφία

Επεξεργασία
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Grimmett R, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Χανδρινός Γ. και Δημητρόπουλος Α.: Τα Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδ. Ευσταθιάδης, Αθήνα, 1982
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  NODES
chat 3
INTERN 4
Note 7
USERS 1