Ψυχοπάθεια
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η ψυχοπάθεια είναι παραδοσιακά μία διαταραχή προσωπικότητας χαρακτηρισμένη από συνεχή αντικοινωνική συμπεριφορά, μειωμένη ενσυναίσθηση και τύψη συνειδήσεως, καθώς και θρασέα, απρόσκοπτα εγωιστικά στοιχεία. Είναι συχνά θεωρούμενη συνώνυμη της κοινωνιοπάθειας. Διαφορετικές θεωρήσεις της ψυχοπάθειας έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά που μόλις μερικώς συμπίπτουν και μπορεί να αντιτίθενται.
Διάγνωση
ΕπεξεργασίαΟ Αμερικάνος ψυχίατρος Χάρβεϊ Μ. Κλέκλι, επηρέασε τα αρχικά διαγνωστικά κριτήρια της αντικοινωνικής αντίδρασης/διαταραχής στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM), όπως και ο Αμερικάνος ψυχολόγος Τζορτζ Ε. Πάρτριτζ. Το DSM και η Διεθνής Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD) ακολούθως εισήγαγαν τις διαγνώσεις της αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας (ASPD) και κοινωνικής διαταραχής της προσωπικότητας (DPD) αντιστοίχως, δηλώνοντας ότι αυτές οι διαγνώσεις έχουν αναφερθεί (ή περιέχουν ότι αναφέρεται στην) ψυχοπάθεια ή κοινωνιοπάθεια. Η δημιουργία των ASPD και DPD οδηγήθηκε από το γεγονός ότι πολλά από τα κλασσικά χαρακτηριστικά της ψυχοπάθειας ήταν αδύνατο να μετρηθούν αντικειμενικά. Ο Καναδός ψυχολόγος Ρόμπερτ Ντ. Χέιρ αργότερα επανέφερε το οικοδόμημα της ψυχοπάθειας στην εγκληματολογίαστην Psychopathy Checklist.
Όρος
ΕπεξεργασίαΑν και κανένας ψυχιατρικός ή ψυχολογικός οργανισμός έχει καθιερώσει κάποια διάγνωση με τίτλο "ψυχοπάθεια", εκτιμήσεις των ψυχοπαθικών χαρακτηριστικών χρησιμοποιούνται εκτενώς σε περιβάλλοντα ποινικής δικαιοσύνης σε μερικά κράτη και μπορεί να φέρουν σημαντικές επιπτώσεις στα άτομα. Η έρευνα της ψυχοπάθειας είναι ένα ενεργό πεδίο έρευνας, και ο όρος επίσης χρησιμοποιείται από το ευρύ κοινό, τον τύπο και πλασματικές απεικονίσεις. Ενώ ο όρος συχνά είχε κοινή χρήση με την "τρέλα", "παράνοια" και "ψυχική ασθένεια", υπάρχει μία διάκριση ανάμεσα στην ψύχωση και την ψυχοπάθεια.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Επεξεργασία
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |