Ετυμολογία

επεξεργασία
ĝardeno < αγγλική garden, γερμανική Garten, γαλλική jardin, ιταλική giardino...

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ĝardeno ĝardenoj
αιτιατική ĝardenon ĝardenojn

ĝardeno (eo)

  NODES