↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άγχος τα άγχη
      γενική του άγχους των αγχών
    αιτιατική το άγχος τα άγχη
     κλητική άγχος άγχη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
άγχος < (καθαρεύουσα) ἄγχος < αρχαία ελληνική ἄγχ(ω) + -ος (κατά το σχήμα ψεύδω - ψεύδος), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική angoisse [1] Επίσης δείτε: αγγλική anxiety, γερμανική Angst[2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enǵʰ-
(Το αρχαίο ἄγχος, είναι παρωχημένος τύπος του ἔναγχος.)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaŋ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άγ‐χος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

άγχος ουδέτερο

  • ψυχοσωματική κατάσταση κατά την οποία το άτομο νιώθει πίεση από το βάρος των υποχρεώσεών του, φόβο και ανησυχία, πολλές φορές αόριστη, κάτι που μπορεί να εξελιχτεί και σε μόνιμη ψυχοπαθολογική κατάσταση
    ※  αυτό που στην ουσία προσπαθούμε να κάνουμε είναι να συμβάλουμε στην εμπέδωση στον ψυχισμό του υποκειμένου, του άγχους ευνουχισμού ως άγχος-σήμα στη θέση των αρχαϊκών αγχών τα οποία μας έχουν περιγράψει οι μεταφροϊδικοί αναλυτές. (Σπύρος Μητροσύλης, Ο ευνουχισμός ως ψυχικός οργανωτής και το συμβολικό νόημά του., 9ο Συνέδριο της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας, [1])
    ※  Η ψυχοσυναισθηματική στήριξη των ασθενών, που αποτελεί μέρος του συνειδητού έργου, παρεμποδίζεται. Δευτερογενή άγχη από τις άμυνες, μειώνουν την ικανοποίηση του προσωπικού. Συνεπώς, η αμυντική κουλτούρα του οργανισμού εμποδίζει την επαρκή εμπερίεξη των αγχών των νοσηλευτριών και των ασθενών. (Σουλτάνα Δημητρίου Τσιάκου, Άγχη και άμυνες του νοσηλευτικού προσωπικού μιας κλινικής ενός ογκολογικού νοσοκομείου: Μια ψυχαναλυτικά προσανατολισμένη έρευνα συμμετοχικής παρατήρησης, μεταπτυχιακές διατριβές, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ψυχολογίας, ΑΠΘ, 2015[2])

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άγχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  NODES