Δείτε επίσης: ἑλκύω, ἕλκω, ελκύω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
έλκω < αρχαία ελληνική ἕλκω < ϝέλκω < ρίζα ϝελκ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)elk- (ελκύω, τραβώ)

έλκω (παθητική φωνή: έλκομαι)

  1. τραβώ προς το μέρος μου ένα σώμα (όντας ακίνητος), το σύρω, το σέρνω με άμεση ή έμμεση επαφή,
  2. ερωτική έλξη
    • Με έλκει ο Γιώργος
     αντώνυμα: ωθώ, σπρώχνω
    • Έλξατε : επιγραφή σε εισόδους που σημαίνει ότι για να ανοίξει η πόρτα πρέπει να τη σύρετε προς το μέρος σας και όχι να την σπρώξετε ή να την ωθήσετε)
    • σύρω ένα σώμα καθώς κινούμαι και το εξαναγκάζω να κινηθεί και αυτό
      Το άλογο έλκει ή Το αυτοκίνητο έλκει το ρυμουλκούμενο (το ρυμουλκεί)
  3. (φυσική) ασκώ από απόσταση βαρυτική, ηλεκτρική ή μαγνητική δύναμη σε ένα σώμα και το εξαναγκάζω να κινηθεί προς το μέρος μου
    Τα ετερώνυμα έλκονται ενώ τα ομώνυμα απωθούνται
     αντώνυμα: απωθώ
  4. ελκύω
     αντώνυμα: απωθώ
  5. για να δηλωθεί καταγωγή
    έλκω το γένος από ... : κατάγομαι από..., βαστάω από...

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  NODES