αβανγκάρντ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αβανγκάρντ < (λόγιο δάνειο) γαλλική avant-garde[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vaŋˈgaɾd/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βαν‐γκάρντ
Επίθετο
επεξεργασίααβανγκάρντ άκλιτο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααβανγκάρντ θηλυκό άκλιτο
Άλλες γραφές
επεξεργασία- αβάν-γκαρντ
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αβανγκάρντ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αβάν-γκαρντ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)