Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγριόπαπια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αγριόπαπι
α
οι
αγριόπαπι
ες
γενική
της
αγριόπαπι
ας
—
αιτιατική
την
αγριόπαπι
α
τις
αγριόπαπι
ες
κλητική
αγριόπαπι
α
αγριόπαπι
ες
Κατηγορία
όπως «
πέστροφα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγριόπαπια
<
αγριό-
+
πάπια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγριόπαπια
θηλυκό
(
πτηνό
) η άγρια
πάπια
(από την οποία προέρχεται το οικόσιτο ζώο)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αγριόπαπια
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγριόπαπια
αγγλικά
:
mallard
(en)
γαλλικά
:
canard sauvage
(fr)
γερμανικά
:
Stockente
(de)
εβραϊκά
:
ברכיה
(he)
ισπανικά
:
ánade
(es)
ιταλικά
:
anatra selvatica
(it)